Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Ο γιος της μοναξιάς

Στο γύρισμα του χρόνου
ο γιος της μοναξιάς
καρφώνει ένα στίχο
στο μέρος της καρδιάς.

Απλώνει τα φτερά του
στο κύμα της σιωπής,
το πρόσωπό του λάμπει
στο φως μιας αστραπής.

Στο ίσκιο του ονείρου
δροσίζει το κορμί,
ξυπνούν παλιές αγάπες
της νιότης οι χυμοί.

Στο γύρισμα του χρόνου
ο γιος της παρακμής
καρφώνει στην καρδιά του
στιχάκι της στιγμής.

Μικρές παλιές ανάσες
ζεσταίνονται ξανά,
το διάφανο του νου του
αέρας διαπερνά.

Στον ίσκιο του ονείρου
ορίζονται αφορμές
χαράζονται τα λόγια
και φτιάχνονται στιγμές.

Στο γύρισμα του χρόνου
ο γιος της εποχής,
χορεύει στον αέρα
με νότες της ψυχής.

Δεν θέλει να θυμάται,
δεν θέλει να ξεχνά,
δεν θέλει να φοβάται,
δεν θέλει να πονά.

Στον ίσκιο του ονείρου
σκορπίζονται οι ζωές,
χαρίζονται οι αγάπες,
στ' ανέμου τις πνοές.

Στον ίσκιο του ονείρου,
ο γιος της μοναξιάς
πεθαίνει τραγουδώντας
στιχάκια της καρδιάς.

Δεν θέλει να θυμάται,
δεν θέλει να ξεχνά
και τώρα δεν φοβάται
και τώρα δεν πονά.



Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Καινούργια ιστορία

Του πλήθους οι αλύτρωτες κραυγές
υψώνουν ως τα σύννεφα τους ήχους,
εκκλήσεις που 'χουν γίνει προσταγές
καρφώνοντας παράσιτα στους τοίχους.

Ο δρόμος δεν τελειώνει πουθενά,
οι μνήμες με το σήμερα μιλάνε,
η αλήθεια χωρίς κόπο δεν περνά,
τα πλήθη την ψυχή τους τραγουδάνε.

Του πλήθους οι αλύτρωτες φωνές
σηκώνουν στον αέρα τις κρεμάλες,
εσώψυχα χαρίζουν και εμμονές,
και γίνονται βροχές και οι ψιχάλες.

Ο δρόμος δεν τελειώνει πουθενά
και θα 'χει τη δική του την πορεία,
και όσο αυτός ο κόσμος θα πονά
θα γράφεται καινούργια ιστορία.

Ο δρόμος δεν τελειώνει πουθενά,
οι μέρες δεν λογίζονται παρθένες
και όσο αυτός ο κόσμος θα πονά
θα σφάζονται λιοντάρια στις αρένες.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Οι νύχτες τώρα είναι δικές σου

Τα καλοκαίρια θα σ' αφήσω
για να θυμάσαι τη ζωή,
τώρα χειμώνες θα γνωρίσω
και θα σηκώνομαι πρωί.

Τώρα τον ήλιο μου σου δίνω,
και επιστρέφω στη βροχή,
θα σταματήσω και να πίνω,
και θα γυρίσω στην αρχή.

Οι νύχτες τώρα είναι δικές σου,
οι δρόμοι εμπρός σου ανοιχτοί,
να ξαναβρείς τις χαραυγές σου,
έξω από πόρτα σφαλιστή.

Τα καλοκαίρια θα σ' αφήσω,
και θα γυρίσω στη σκιά,
τώρα στο μέλλον μου θα ζήσω
θα φύγω χρόνια μακρυά.

Τώρα τον ήλιο σου φορτώνω
σου τον καρφώνω στα μαλλιά,
τώρα μονάχος ξεχρεώνω
από ατέλειωτα φιλιά.

Οι νύχτες τώρα είναι δικές σου,
όλα στα χέρια σου μπροστά,
ακολουθούν τις προσταγές σου
ακούν τα λόγια σου πιστά.

Οι νύχτες τώρα είναι δικές σου,
οι δρόμοι εμπρός σου ανοιχτοί,
μα όταν ματώσουν οι πληγές σου
θα έρθω πίσω αν χρειαστεί.


Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Μικρή ελπίδα

Μέσ' τα μπαράκια και τα καζίνα
ανθεί το ρόδο του ποιητή,
τσιμέντο η νύχτα μες την Αθήνα
σε ημερολόγιο κατακτητή.

Μέσ' τα ποτήρια και τα μπουκάλια
κρύβονται οι νύχτες των πειρατών,
ιέρεια η ζάλη μες τα κεφάλια
μες την αλήθεια παλιών ρητών.

Μέσα σε χώρους παλιών γηπέδων,
βρισιές και ύμνοι μικρών θεών,
μες τις αλάνες των οικοπέδων,
τρέφονται αγάπες των γενεών.

Μες τους ψιθύρους παλιών κτισμάτων,
βοούν οι μνήμες κρυφών λυγμών,
κοσμούν λιμάνια των ποιημάτων,
ταξίδια χρόνων και γυρισμών.

Μέσα στην πόλη που έχει φύγει,
που έχει αλλάξει για πάντα πια,
μια μελωδία θα με τυλίγει,
θα με στοιχειώνει μια ζωγραφιά.

Μέσα στην τρέλα που έχει φύγει,
μα δεν θα αλλάξει, δεν θα χαθεί,
μικρή ελπίδα θα με τυλίγει,
ζωή που θέλει να γεννηθεί.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Μέσα στο χώρο...

Μέσα στο χώρο, τόσους αιώνες,
μες τους χειμώνες της προσμονής,
καυτές ανάσες και παγετώνες,
μες τους αγώνες αδημονείς.

Πάνω σε τόπους, πάνω στη σφαίρα,
με καλημέρα και σκοτεινιά,
ζητάς αγάπη, παίρνεις φοβέρα,
σε μια γαλέρα χωρίς πανιά.

Μέσα στο χώρο σκορπίζεις πόνο,
πάνω στο θρόνο της παρακμής,
αυτό το μίσος σε σέρνει μόνο,
και σ' άλλο φόνο κακιάς στιγμής.

Πάνω σε τόπους που αναπνέεις,
θα καταρρέεις, θα αιμορραγείς,
θα ξεπουλιέσαι και θα διαρρέεις
για το χρυσάφι όλης της γης.

Μέσα στο χώρο υπάρχεις πάντα,
για μια λεζάντα κάποιας σκηνής,
μικρές πορείες μες τα συμβάντα,
ταξίδια νιότης και ηδονής.

Μέσα στο χώρο, πάνω σε τόπους,
με χίλιους τρόπους φτιάχνεις ζωή,
παράγεις γνώση για τους ανθρώπους,
μα την γκρεμίζεις σ' ένα πρωί.

Μέσα στο χώρο, τη μια διατάζεις,
μετά αλλάζεις και προσκυνάς,
πάνω σε τόπους, τη μια προστάζεις,
ζωή τελειώνεις ή ξεκινάς.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Νησί

Έχω ένα νησί που μ' ανασαίνει
στο χώμα του φυτρώνω από παιδί,
πατρίδα που για λίγο ξαποσταίνει
και γίνεται καντάδα και ωδή.

Έχω ένα νησί που με ζεσταίνει,
τριγύρω μου μια θάλασσα κλειστή,
ξαπλώνω σε αμμουδιά σημαδεμένη
δίπλα σε μια φράση σκαλιστή.

Έχω ένα νησί που με θυμάται
όταν στο λιμάνι του γυρνώ,
ύμνος σε ζωή που δεν κοιμάται,
ύμνος σε νησιώτικο κοινό.

Έχω ένα νησί που με πληγώνει
για πράξεις των ανθρώπων που ξεχνούν,
ζωές που ξεψυχούν σ' ένα σεντόνι,
σιωπές χίλιων ενόχων προσκυνούν.

Έχω ένα νησί που με ζεσταίνει,
στα στέκια που γνωρίζω και μεθώ,
μα όσο πιο μακρυά κι αν με πηγαίνει,
σ' αυτό πάντα γυρίζω και πενθώ.

Έχω ένα νησί που μ' ανασαίνει,
στο χώμα του φυτρώνω από παιδί,
τραγούδι της ζωής που απομένει,
που γίνεται καντάδα και ωδή.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Ανοίγεις τα μάτια

Ανοίγεις τα μάτια σε άλλους καιρούς,
κρυμμένος για χρόνια σε λύπες,
οι σκέψεις σε πάνε σε μαύρους χορούς,
σε γλάστρες με μαύρες τουλίπες,

Δραπέτης του κόσμου με νότες φωτιές,
που τρέφουν ο ήλιος κι ο νότος,
μικρά δρομολόγια που χτίζουν καρδιές,
και γίνονται λάμψη και κρότος.

Η όψη σου λάμπει στης μέρας το φως,
ο δρόμος μπροστά σου μακραίνει
λογίζεται η αγάπη σαν πόνος κρυφός,
γεννιέται, ξεσπά και πεθαίνει.

Ανοίγεις τα μάτια σε άλλες τροχιές,
ξυπνάς από νάρκη χειμέρια,
η νύχτα προσφέρει πολλές συντροφιές,
καρφώνει ερώτων μαχαίρια.

Η πόλη φωνάζει με νότες κραυγές,
κερνάει φρικτές απογνώσεις,
βουτάς το μυαλό σου σε μαύρες πηγές,
σε δίνες με χρόνιες ψυχώσεις.

Ν' αλλάξεις τον κόσμο ξανά προσπαθείς,
μπροστά σου η αυγή ξημερώνει,
ζητάς ν' αγαπήσεις ξανά να σωθείς,
η ελπίδα τα πάντα πληρώνει.

Ανοίγεις τα μάτια, γεννιέσαι ξανά,
ξυπνάς και ζητάς ν' αντιδράσεις,
πουλάς και χαρίζεις ζεστά πρωινά
για να 'βρεις καρδιά ν' αποδράσεις.

Ανοίγεις τα μάτια σε άλλους καιρούς,
αλλάζεις τα χρόνια με μέρες,
οι σκέψεις πετάνε σε μαύρους χορούς,
πιωμένος σε μαύρες βεγγέρες.


Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Γκέισα νύχτα

Όλη η γη μου σε μια ανάσα,
σε μια εικόνα καταστροφής,
φωνή μου πρίμα, φωνή μου μπάσα
σ' ένα τραγούδι επιστροφής.

Μια μελωδία για το φεγγάρι
να συντροφεύει τον ουρανό,
στέλνω τον ήλιο για να σε πάρει,
γκέισα νύχτα με κιμονό.

Όλος ο κόσμος μες τον καπνό μου,
μες του καφέ μου τη ρουφηξιά,
ωδή σε αγία, πόρνη του δρόμου,
ωδή στου πλήθους τη μοναξιά.

Όλη το σύμπαν χωράει απόψε,
μες των ανθρώπων την απονιά,
μάγισσα νύχτα τη θλίψη διώξε,
μ' ένα τραγούδι στην ερημιά.

Όλη η γη μου σε μια ανάσα,
σε μια εικόνα καταστροφής,
απόψε η νύχτα μου δίνει πάσα,
μ' ένα τραγούδι επιστροφής.

Όλη η ζωή μου  χωράει απόψε
μες των ανθρώπων την παρακμή,
γκέισα νύχτα τη θλίψη διώξε,
άλλαξε εικόνα και διαδρομή.





Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

Ταξίδια ποιημάτων

Στη γη των χρονομέτρων
γεννήθηκες ξανά,
στο χώμα των καημών ξαναφυτρώνεις,

ταξίδια χιλιομέτρων
ζωής που σε πονά,
ρουτίνας που στο σήμερα βιώνεις.

Τα χρόνια των αγγέλων
ξεχάστηκαν νωρίς
και χάθηκαν για πάντα στη φθορά τους,

πουλήθηκαν στο μέλλον
και τώρα προχωρείς
με μνήμες που γερνούν με τη σειρά τους.

Παντού χιλιάδες φώτα
μικραίνουν τις σκιές
τονίζοντας τα λάθη των κειμένων,

φωτίζουν γεγονότα
με νότες-χαρακιές
και χίλια ''σ' αγαπώ'' ερωτευμένων.

Στη γη των προγραμμάτων
γεννήθηκες ξανά,
πασχίζοντας τις λύπες σου ν' αντέξεις,

ταξίδια οραμάτων
του νου που κυβερνά,
στο είδος της ζωής που θα διαλέξεις.

Τα χρόνια που σε ζώνουν
σαν φίδια νοερά
σου κράτησαν το χέρι να μην πέσεις,

στιγμές που ξημέρωνουν
και γίνονται μωρά
που ζουν χωρίς κανόνες κι εξαιρέσεις.

Τ' αστέρια θα γεμίζουν
μια νύχτα σαν κι αυτή,
σφυρίζοντας σκοπούς στο πέρασμά τους,

σημάδια που ορίζουν
μια θάλασσα ζεστή
που αιώνια καθρεφτίζει το άγγιγμά τους.

Στη γη των κινημάτων
γεννήθηκες ξανά,
σε δρόμους των ηρώων ξανασμίγεις,

ταξίδια ποιημάτων
στα ίδια δειλινά,
ελπίδες στο χαρτί ξανατυλίγεις.

Τα χρόνια που σε ζώνουν,
σε σφίγγουν πιο γλυκά,
κυκλώνουν το σκοινί απ' το λαιμό σου,

μαχαίρια σου καρφώνουν
στην πλάτη φιλικά
και πάντα αναζητάς το γυρισμό σου.

Στη γη παλιών ασμάτων
γεννήθηκες ξανά,
στο χώμα των καημών ξαναφυτρώνεις,

ταξίδια ποιημάτων
ζωής που προσπερνά,
ελπίδες στο χαρτί αναβιώνεις.

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Χρώματα

Το κόκκινο το χρώμα ταιριάζει στη φωτιά,
το πράσινο μιλάει για τη φύση,
το κίτρινο τονίζει του κόσμου την ψευτιά,
το μαύρο για ένα άσχημο μεθύσι.

Το κόκκινο το χρώμα για έρωτα μιλά,
το πράσινο κυλά σαν οξυγόνο,
το κίτρινο για αλήθεια το ψέμα, μου πουλά,
το μαύρο με γερνάει σαν το χρόνο.

Το κόκκινο θα ντύνει κορμάκια θηλυκά,
το πράσινο τα δέντρα ζωγραφίζει,
το κίτρινο φωτίζει ρουτίνας υλικά,
το μαύρο στην ψυχή πάντα φοβίζει.

Το κόκκινο το χρώμα ανάβει στην καρδιά,
το πράσινο στα πέρατα της γης μου,
το κίτρινο προσφέρει μιζέριας μυρωδιά,
το μαύρο καταδίκη κάθε ευχής μου.

Το κόκκινο σαν αίμα στο σώμα θα διαρκεί,
το πράσινο θα ρέει σαν χλωροφύλλη,
το κίτρινο θα μοιάζει με άτοπη ευχή,
το μαύρο μες το χώμα θα με στείλει.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Ακούω, βλέπω και ονειρεύομαι

Ακούω γέλια των παιδιών απ' τις αλάνες,
σπάζουν τις ώρες σε χιλιάδες κομματάκια,
βλέπω τις φλόγες να φουντώνουν μες τα τζάκια
και ονειρεύομαι της νιότης μου κοπάνες.

Ακούω θορύβους μηχανών που δραπετεύουν
απ' τη σιγή που τον αέρα δυναστεύει,
βλέπω τον έρωτα στις νύχτες να πιστεύει
και ονειρεύομαι βραδιές που ξενιτεύουν.

Ακούω τον ήχο απ' τους χτύπους των κυμάτων,
δροσιά κι αλμύρα την ψυχή μου πλημμυρίζουν,
βλέπω τα χρόνια σαν κορίτσια να γυρίζουν
και ονειρεύομαι τις νύχτες αισθημάτων.

Ακούω κιθάρες να μεθούν στη μουσική μου,
σαν τους προφήτες να μιλούν με μελωδίες,
βλέπω μυστήρια να γυρνούν σε τραγωδίες
και ονειρεύομαι να 'βγω απ' τη φυλακή μου.

Ακούω να 'ρχεται στου δρόμου την αντάρα,
το γκρίζο άλογο του χρόνου που γερνάει,
βλέπω πατρίδα μαύρες ώρες να περνάει
και ονειρεύομαι το τέλος στην κατάρα.

Ακούω τώρα μια βουή μέσα στα πλήθη
μες τους καπνούς που τις ανάσες ξεπουλάνε,
βλέπω σε απόγνωση ανθρώπους να ξεσπάνε
και ονειρεύομαι να φύγει πια η λήθη.

Ακούω λόγια, σαν κραυγές τώρα μου μοιάζουν,
πύρινες φλόγες απ' τη μέση της πλατείας,
βλέπω το τέλος των ταγών της αλητείας
και ονειρεύομαι τα πάντα να αλλάζουν.




Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Οι ώμοι σου βαρύναν

Οι ώμοι σου βαρύναν,
μα εσύ δεν ξεπουλάς
το αίνιγμα του κόσμου και τα πάθη,

ανθρώπων αμαρτίες
στην πλάτη κουβαλάς,
πηγαίνοντας στα πέρατα, στα βάθη.

Τα χέρια σου πληγώνουν
αμέτρητα καρφιά,
του σήμερα ρουφιάνοι, καταδότες,

τριάκοντα αργύρια
παιγμένα στα χαρτιά,
παιγμένα μοιρολόγια μ' άθλιες νότες.

Τα μάτια σου δακρύζουν
σ' αιώνια ερημιά,
τον κόσμο διαφεντεύουν φαρισαίοι,

διασύρουν την ψυχή σου,
σε άψυχα κορμιά,
νεκροί κατά χιλιάδες ναζωραίοι.

Οι ώμοι σου βαρύναν
αιώνες στο σταυρό,
το αίνιγμα του κόσμου για να λύσεις,

στον άνθρωπο χαρίζεις
χαμένο θησαυρό,
το μαύρο του θανάτου να διαλύσεις.

Στον κόσμο αυτό που τρέχει
ταχύτητες φωτός,
πληγώνονται τα λόγια που 'χες δώσει,

Ιούδας Ισκαριώτης
βαφτίστηκε πιστός,
και βρήκε πάλι τρόπο να προδώσει.

Οι ώμοι σου βαρύναν,
ως πότε θα φυσάς,
ελπίδα μες τα όνειρα που σβήνουν,

παλαίμαχος σωτήρας,
ζητιάνος ή πασάς,
με λόγια που παλεύουν για να μείνουν.

Μικρή μπαλάντα

Είναι η αγάπη μου ευχή κάποιου Δεκέμβρη,
ένα χαμόγελο σαν ρόδο του Γενάρη,
κόκκινη μάσκα του κατάλευκου Φλεβάρη,
κι αν θα τη χάσω θα με ψάξει και θα με 'βρει.

Είναι η αγάπη μου σαν ξέσπασμα του Μάρτη,
πότε σε ζέστη με κρατά, πότε σε κρύο,
τη μια μου λέει ''σ' αγαπώ'', την άλλη αντίο,
τη μια φαντάζει αγγελική, την άλλη σκάρτη.

Είναι η αγάπη μου της άνοιξης καμάρι,
μοιάζει λουλούδι του πολύχρωμου Απρίλη,
της κατρακύλας μου διασχίζοντας την πύλη,
θα τη φωνάξω για να έρθει να με πάρει.

Είναι η αγάπη μου βραδυά του Ιουλίου,
νύχτα που φέγγει και μου στέλνει τα φιλιά της,
έχω ανάγκη να χωθώ στην αγκαλιά της,
σελιδοδείκτης μες τα σπλάχνα ενός βιβλίου.

Είναι η αγάπη μου χορδή σε μια κιθάρα,
που παίζει σόλο σε πανσέληνο τ' Αυγούστου,
μικρή μπαλάντα της αγάπης και του γούστου,
τη ζωγραφίζω σε πακέτο από τσιγάρα.

Είναι η αγάπη μου θαμμένη στα κοράλια,
μέσα στα στάχυα του απόμακρου Σεπτέμβρη,
μες τα συνθήματα του κόκκινου Νοέμβρη,
θέλω να ψάξω να τη βρω, μα είμαι χάλια.


Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Αλήθεια και ψέμα

Είναι η αλήθεια σου κρυμμένη
μέσα στις ώρες που γκρεμίζεις,
σαν αποτσίγαρο που μένει
μες τα τασάκια που γεμίζεις.

Είναι το ψέμα σου αφημένο
μέσα στα χρόνια του θυμού σου
κίτρινο γράμμα ξεχασμένο
μες τη σκιά του γυρισμού σου.

Είναι η αλήθεια σου μια νότα,
ένα παιδί που σιγοκλαίει,
μέσα σε χίλια γεγονότα,
ένα τραγούδι που σε καίει.

Είναι το ψέμα σου αγάπη,
που πριν στεριώσει θα πεθάνει,
ένα ξυράφι, ένα χάπι,
όμως μπορεί να σε ξεκάνει.

Είναι η αλήθεια ξεβαμμένη,
όμορφη κόρη χωρίς τέλος,
μες την ψυχή σου χαραγμένη,
πάνω στο στήθος ένα βέλος.

Είναι το ψέμα σου μια δίνη
που όλο βαθαίνει και βουλιάζεις,
τίποτα όρθιο δεν θα μείνει,
όσο φοβάσαι και τρομάζεις.

Είναι η αλήθεια σου δωσμένη
μες το πικρό χαμόγελό σου,
μέσα στο ψέμα σου ξεμένει
να πολεμά για το καλό σου.

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Η καληνύχτα σου

Η καληνύχτα σου στοχεύει και με βρίσκει
ψυχή και σώμα μου διασύρει, με σκυλεύει,
μέσα στη φρίκη του κενού με ταξιδεύει,
και τότε βρέχω τον καημό μου με ουίσκι.

Η καληνύχτα σου με σπρώχνει στο γκρεμό μου,
χωρίς ψυχή, χωρίς φτερά, τώρα βουλιάζω,
σαν μαύρος λύκος που πεινά, εγώ ουρλιάζω,
και τότε γίνομαι προφήτης στο χαμό μου.

Η καληνύχτα σου με σφαίρα με σκοτώνει,
τις άδειες φλέβες μου ποτίζει ηρωίνη,
με αγκαλιάζει και μετά με καταδίνει
και τότε βλέπω τη ζωή μου να ματώνει.

Η καληνύχτα σου ανάβει το φυτίλι,
σε ένα μασούρι γεμισμένο δυναμίτη,
ήσουν παγίδα, με τραβούσες απ' τη μύτη,
τώρα σε βλέπω στου θανάτου μου την πύλη.


Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Ρεμπετο-μπλούζ

Μια πονεμένη ανατριχίλα,
ένα κεντρί που δεν περνά,
σαν το σαράκι μες τα ξύλα,
σαν ένας λύκος που πεινά.

Ρεμπετο-μπλούζ που αργοκλαίει,
στίχος που σκάβει την πληγή,
σαν τη φωτιά που σιγοκαίει,
πανσέληνος που αιμορραγεί.

Μια πονεμένη ανατριχίλα,
σαν μια ανάμνηση παλιά,
μικρό σκουλήκι μες τα μήλα,
σαν μια βροντή στη σιγαλιά.

Ένα παράπονο που καίει
σ' ένα μπουζούκι λαικό,
και μια ψυχή που καταρρέει
σε ένα κύμα ερωτικό.

Μια πονεμένη ανατριχίλα
σ' ένα παιχνίδι του μυαλού,
μια όαση μες την ξεφτίλα
αυτού του κόσμου του θολού.

Ένα τραγούδι ψιθυρίζω,
ένα ρεμπέτικο παλιό,
το θάνατό μου αντικρύζω
σ' ένα γεμάτο καπηλειό.

Ένα τραγούδι ψιθυρίζω,
μπαλάντα γνώριμης γενιάς,
το θάνατό μου αντικρύζω
σ' ένα μπαράκι γειτονιάς.

Θα κάνω κύκλους ...

Θα κάνω κύκλους πάνω στο κύμα,
με ένα βαρκάκι από χαρτόνι,
πως θα χωρέσω σε αυτή τη ρίμα,
αυτή την τρέλα που με ζυγώνει.

Μαζεύω ήλιους, μαζεύω μπόρες,
φυτεύω αστέρια σε φρέσκο χώμα,
μέσα σε νάρκης ονειροχώρες,
ζωή κερδίζω για λίγο ακόμα.

Χαρίζω απόψε τη σιγουριά μου,
για να κερδίσω λίγη γαλήνη
κερνάω απόψε με την καρδιά μου
ένα ταξίδι για τη σελήνη.

Θα κάνω κύκλους και στον αέρα,
με μια σαίτα από χαρτόνι,
πως θα χωρέσω σ' άγονη μέρα
αυτή την τρέλα που δυναμώνει.

Μαζεύω νύχτες και τις φουμάρω,
σκοτάδι πίσσα με νικοτίνη,
θέλω να κάψω σ' ένα τσιγάρο,
ό,τι με τρώει κι ό,τι με πίνει.

Θα σκάψω τούνελ μέσα στο χιόνι,
θα ανοίξω δρόμο για να ξεφύγω,
απ' τη συνήθεια που με θυμώνει,
απ' τη βιτρίνα θέλω να φύγω.

Θα κάνω κύκλους με ένα μολύβι,
λόγια θα γράψω σ' ένα χαρτόνι,
πως να χωρέσω αυτά που κρύβει
αυτή η τρέλα που με λυτρώνει.

Τρικυμία

Σαν νοτισμένο καραβόσκοινο που σκίζει
αυτού του άπονου καιρού μου τη μουντάδα,
σαν μια ιέρεια, μια πυθία με ποτίζει
με μια αλλιώτικη, ατέλειωτη ζαλάδα.

Σαν των βιβλίων τις κρυμμένες ιστορίες,
χάρτινοι μύθοι ζωντανεύουν μες τα μάτια,
μικροί μεγάλοι με τις ίδιες απορίες,
ζωής σελίδες τυπωμένες σε κομμάτια.

Σαν καταχείμωνο που τρέφεται με χιόνι,
λευκό πανί σαν μια πανάκριβη συγνώμη,
σαν μαύρη σκέψη που το νου μου κηλιδώνει,
ψυχή ανήσυχη που ψάχνεται ακόμη.

Σαν νιότη-θάλασσα που πνίγεται στο χρόνο,
καράβια χάρτινα μικρά σαν παραμύθι,
άλλη μια νύχτα που με σέρνει τώρα μόνο,
σαν μαύρο δάκρυ που στα πόδια μου εχύθη.

Σαν μια παράσταση που πνίγηκε στο κλάμα,
σαν ιστορία μιας αγάπης που τελειώνει,
ζωές στημένες σε αδιάκοπη ρεκλάμα,
σαν το κρασί που το σκορπάς και δεν παλιώνει.

Σαν νοτισμένο καραβόσκοινο που δένει
την τρικυμία ταραγμένων νοημάτων,
μήτρα του κόσμου με γεννά και με πεθαίνει
σ' ένα ταξίδι των αιώνιων αισθημάτων.

Σαν του ονείρου την απρόσιτη ερμηνεία,
σαν μαύροι στίχοι ποτισμένοι με ουίσκι,
βροχή που πέφτει μες το δρόμο με μανία,
σαν ένα βέλος που τον στόχο πάντα βρίσκει.

Σαν νοτισμένο καραβόσκοινο που σκίζει,
αυτού του άπονου καιρού μου το σκοτάδι,
αυτού του μύθου η αλήθεια με στηρίζει
αυτό το ψέμα με στοιχειώνει κάθε βράδυ.

Σαν τον αέρα που φυσάει και σφυρίζει,
μικρό μαχαίρι που το δέρμα μου χαράζει,
μέσα στο αίμα τη ζωή μου καθρεφτίζει,
δεν είναι ψέμα, είναι αλήθεια και τρομάζει.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Πόλεις

Μεγάλες λεωφόροι της ροής,
ατέλειωτης ρουτίνας κι ευκαιρίας,
χαοτικό παιχνίδι της ζωής
ο κόσμος μιας αδιάκοπης πορείας.

Βιτρίνες και καθρέπτες των ματιών
και οι μπάντες να ροκάρουν τη χαρά τους,
πολυόροφα ταξίδια των ποδιών
σε ιπτάμενα γραφεία τα όνειρά τους.

Σε πόλεις των αυτόματων ρυθμών,
των άγνωστων, αμίλητων και μόνων,
σε θάλασσες απείρων αριθμών,
σε ακρόαμα γιγάντιων μικροφώνων.

Μεγάλες λεωφόροι της αιχμής,
εκθέσεις της εικόνας σου στην ύλη,
απλώνεις τα φτερά σου σαν Ερμής,
των δρόμων ξεκλειδώνοντας την πύλη.

Στις πόλεις που βοούν μηχανικά
και κρύβουν την αιώνια μοναξιά τους,
οι άνθρωποι πεθαίνουν μαζικά
και διέξοδο δεν βρίσκουν τα παιδιά τους.

Στα σπίτια τα θλιμμένα της ροής,
της γλάστρας τα λουλούδια δεν ανθίζουν,
στο άοσμο παιχνίδι της ζωής,
της πόλης τα λουλούδια δεν μυρίζουν.

Τα τζάμια θολωμένα από βροχή,
οι τοίχοι σε κρατούν φυλακισμένο,
σε οθόνες κυνηγάς την εποχή,
εικονικό ταξίδι, μπερδεμένο.

Μεγάλες λεωφόροι της ροής,
τα χρόνια μας θυσία στο βωμό τους,
ερείπια μιας αδιάφορης ζωής,
ισόβια να προσμένουν το χαμό τους.

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Το καλοκαίρι σου

Το καλοκαίρι σου ξυπνά και σε θυμάται,
σε ξελογιάζει με πολύχρωμα στοιχεία
σε ξεσηκώνει με της φύσης τα ηχεία
και θέλει δίπλα σου τις νύχτες να κοιμάται.

Το καλοκαίρι σου ξυπνά και σε ξυπνάει,
από τη νάρκη και τη θλίψη του χειμώνα,
κλεμμένες ώρες απ' τα πλάνα ενός αγώνα,
που καταρρέει μες το χρόνο που γερνάει.

Το καλοκαίρι σου ξυπνά και σε δροσίζει,
σε ήπια θάλασσα ηλιόλουστη σε ρίχνει,
πάνω στην άμμο σχηματίζονται τα ίχνη,
και ένας ήλιος σαν δραπέτης να γυρίζει.

Το καλοκαίρι σου ξυπνά απ' το λήθαργό του,
κρατά το γέλιο σου στα χέρια του σαν σφαίρα,
με τα τζιτζίκια σου σφυρίζει καλημέρα,
από τη Ρόδο και την πέτρινη Αμοργό του.

Το καλοκαίρι σου ξυπνά σημαδεμένο
από τα χρόνια που το λάτρεψαν για πάντα,
ένα παιδί που τραγουδάει ζαλισμένο,
ένα παιδί που 'χει περάσει τα τριάντα.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Ένας θεός της γειτονιάς

Μέσα στα βάθη των αιώνων,
μέσα σε ατέλειωτα πυρά,
σαν αποδέκτης παραπόνων
πάνω στου χρόνου τη φθορά.

Με τα φτερά της ιστορίας,
πάνω απ' την πλάση σου πετάς,
σ' άλλη μια νύχτα ευφορίας,
πάνω στο θάνατο πατάς.

Μέσα στα βάθη των αιώνων,
μιλάς σε ανθρώπων τις καρδιές,
μέσα απ' τα λόγια των προγόνων
είναι οι θελήσεις προσταγές.

Σε άλλο χρόνο κι άλλο τόπο,
σε άλλο χώρο και εποχή,
σαν Οδυσσέας ψάχνεις τρόπο
να βρεις στον Άδη νέα αρχή.

Μέσα σε ψίθυρους τ' ανέμου,
κρεμάς στον τοίχο το σπαθί,
θάβεις τσεκούρι του πολέμου
σε μια πατρίδα που πενθεί.

Στρατιώτης είσαι που πεθαίνεις
μες του καιρού σου τη σκουριά,
για πάντα ακίνητος θα μένεις,
σε νύχτα ατέλειωτη, βαρειά.

Μέσα στα βάθη των αιώνων,
ξαναγεννιέσαι και κρατάς,
μέσα στη θάλασσα των πόνων,
ξαναφυτρώνεις, περπατάς.

Ένας Χριστός, ένας Δαρβίνος,
ένας αναίμακτος φονιάς,
ένας σωτήρας θεατρίνος,
ένας θεός της γειτονιάς.

Ένας Σωκράτης, ένας Σόλων,
ένας του σήμερα σοφός,
ένας Ερμής, ένας Απόλλων,
που ταξιδεύει μες το φως.

Μέσα στα βάθη των αιώνων,
πάνω σε απάτητα βουνά,
κρατάς τα σκήπτρα των αγώνων,
μα είσαι ευάλωτος ξανά.

Ένας αρχάγγελος του κόσμου,
ένας αλήτης του καιρού,
πάντα θα κρύβεσαι εντός μου,
μέσω ενός μύθου ιερού.

Μές τους αιώνες σου κρατιέσαι,
την ιστορία ξεπερνάς,
κι αν απ' το μέλλον ξεγελιέσαι
στο παρελθόν σου θα γυρνάς.

Μές τους αιώνες σου θα μένεις,
σε χίλια πρόσωπα επιζείς,
σε άλλους τόπους θα πεθαίνεις,
σε άλλα όνειρα θα ζεις.

Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Ονειροβάτης

Πάνω στα σύννεφα ξαπλώνεις,
ονειροβάτης μιας γενιάς,
αστέρια αμέτρητα καρφώνεις
στον ουρανό της σκοτεινιάς.

Πάντα ξεχνάς να μεγαλώσεις,
ποτέ δεν θέλεις να σωθείς,
ό,τι κι αν έχεις θα το δώσεις,
ακόμα κι αν θα προδωθείς.

Μέσα στον άνεμο ξεχνιέσαι,
ο εαυτός σου ένα παιδί
σε ένα ξερόκλαδο κρατιέσαι
με θέα όσα έχεις δει.

Μέσα στο όνειρο θα μένεις,
στην άγια τρέλα σου πιστός,
όλο τον κόσμο θα ανασταίνεις
και θα πεθαίνεις γελαστός.

Πάνω στα σύννεφα γεννιέσαι,
είσαι καινούργιος το πρωί,
αφήνεσαι και ξεγελιέσαι
σε μια παράξενη ζωή.

Μες τις ρουτίνες της ημέρας,
στέκεσαι όρθιος και διαρκείς,
γίνονται όνειρα Δευτέρας
τα όνειρα της Κυριακής.

Και όλα αυτά που έχεις ζήσει,
θα ξαναβρείς εδώ ξανά,
τα είχες κάποτε αφήσει,
γιατί ο χρόνος κυβερνά.

Και όλα αυτά που δεν θυμάσαι
ή δεν τα έζησες εσύ,
θα σε ζητούν όπου και να 'σαι
σαν το παλιό καλό κρασί.

Σε σπάνιους κήπους θα βιώνεις
των κοριτσιών σου τα φιλιά,
σε καλοκαίρια θα φυτρώνεις
και θα γυρίζεις στα παλιά.

Πάνω στα σύννεφα κοιμάσαι,
ονειροβάτης μιας γενιάς,
τα αστέρια ανάβεις, δεν φοβάσαι
στον ουρανό της σκοτεινιάς.

Μέσα στο όνειρο θα μένεις,
στην άγια τρέλα σου πιστός,
όλο τον κόσμο θα ανασταίνεις
και θα πεθαίνεις σαν Χριστός.

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Στιγμές

Απόλυτες στιγμές σε επαναλήψεις
τρισδιάστατης οθόνης ζωντανής,
ζωή που προσπαθείς να ανακαλύψεις
στον μέσον μια αόρατης σκηνής.

Το πλήθος των κραυγών που σε τρομάζουν,
σαν κύματα της θάλασσας ηχούν,
φαντάσματα γυρνούν και σε δικάζουν,
να ξέρεις πως ποτέ δεν αστοχούν.

Του χρόνου ξεφυλλίζοντας σελίδες,
καμώματα του τώρα και του χτές,
θυσίες σε αμέτρητες Αυλίδες,
θυσίες σε ανέμους δικαστές.

Συνθήματα των τοίχων και των δρόμων,
τονίζουν την ουσία του καιρού,
παράλληλες θητείες παρανόμων,
εικόνες ενός μύθου ιερού.

Απόλυτες στιγμές σε επαναλήψεις,
μηνύματα των άστρων της νυχτιάς,
ζωή που προσπαθείς να ανακαλύψεις,
στο μέσον μιας αόρατης φωτιάς.

Το μέλλον σου σε αφύλακτες διαβάσεις,
ρισκάρει τη ζωή σου και περνά,
τις μέρες προσπαθείς να προσπεράσεις,
μα οι νύχτες σου υψώνονται βουνά.

Τις μνήμες σου κλειδώνεις σε κρυψώνες,
στα σύννεφα που κρύβονται οι βροχές,
μα τ' όνειρα ατέλειωτοι τυφώνες
που σπάζουν δισταγμούς και ενοχές.

Τα λάθη σε καλούν να τ' αναδείξεις,
σε οθόνες της ψυχής σου ζωντανές,
τα λάθη σου κλειδιά για να ανοίξεις
το σύμπαν της ζωής σου το αχανές.

Απόλυτες στιγμές σε επαναλήψεις,
σε πλάνα μιας οθόνης ζωντανής,
ζωή θα προσπαθείς να ανακαλύψεις,
πληρώνοντας τα πάντα επί σκηνής.

Τα χρόνια σου στιγμές σε επαναλήψεις,
με αγάπες ξεκλειδώνονται οι ζωές,
αμέτρητα τα χρόνια που θα λείψεις,
σε τόπους που νεκρώνονται οι πνοές.

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Λόγια

Μετράω τα λόγια ανωνύμων μεθυσμένων,
χαμένα όνειρα γυρεύουν στα ποτήρια,
κρατάω ατάκες των ευαίσθητων χαμένων,
σκιές των μπαρ χωρίς αγάπες και χατήρια.

Μετράω τα λόγια των τρελών και των απόρων,
κρατάνε όνειρα του δρόμου σαν τσιγάρα,
μέσα στη βρώμικη χαρά των άθλιων χώρων,
ψελλίζουν λέξεις να ξορκίσουν την κατάρα.

Μετράω τα λόγια παρανόμων και αποκλήρων,
μέσα απ' τα λάθη τους εισπνέουν οξυγόνο,
χρυσάφι ψάχνω μες τις όχθες των ονείρων,
διαμάντια ψάχνω μες τα λόγια που ματώνω.

Μετράω τα λόγια των παιδιών και των γερόντων,
πάνω στα πρόσωπα διαβάζονται οι λέξεις,
φτύνω κουβέντες πουλημένων και απόντων,
που σε προτρέπουν τη ζωή τους να διαλέξεις.

Μετράω τα λόγια αφανών μα και των μόνων,
αυτά που λένε καθρεπτίζονται στα μάτια,
θλιμμένα λόγια πληγωμένων δολοφόνων,
που με σκοτώνουν και με κόβουν σε κομμάτια.

Μετράω τα λόγια των θεών και των διαβόλων,
με αυτά πληρώνουν την αρχέγονη καρδιά τους,
τα ίδια λόγια σε ψυχές ονειροπόλων
τα ξαναβρίσκουν τα αδύναμα παιδιά τους.

Μετράω τα λόγια των θεών και των διαβόλων,
καυτές ανάσες σιωπηλών καταραμένων,
μέσα σε διάφανες ψυχές ονειροπόλων,
ιερά λόγια των τρελών και αλλοπαρμένων.

Έχει νυχτώσει

Έχει νυχτώσει και κρυώνω,
μέσα στου κόσμου την αυλή,
πιάνω στα χέρια μου το χρόνο
και του ζητάω αναβολή.

Ξυπνάει μέσα μου το γήρας,
βγαίνει εμπρός μου κι απειλεί,
μιλάει για θέλημα της μοίρας,
για του θανάτου το φιλί.

Έχει νυχτώσει και φοβάμαι,
σε μια τεράστια γειτονιά,
όλοι οι άνθρωποι πονάμε,
απ΄ τη δική μας απονιά.

Ξυπνάει μέσα μου μια λύπη
για τη χαμένη μου γενιά,
σ' ένα ταξίδι η νιότη λείπει,
ταξίδι στα δέκα εννιά.

Έχει νυχτώσει και κρυώνω,
μέσα στου κόσμου τη γωνιά,
του κόσμου τ' άδικο βιώνω,
σε μια κατάφορη ερημιά.

Ξυπνάει μέσα μου ο πόνος,
για την χαμένη μου εποχή,
έχει νυχτώσει κι είμαι μόνος,
μονάχος μέσα στη βροχή.

Έχει νυχτώσει και φοβάμαι,
μ' έχει σκεπάσει η σκοτεινιά,
δεν ξέρω αύριο που θα 'μαι,
κι αν καθαρίσει η καταχνιά.

Έχει νυχτώσει και φοβάμαι,
τώρα τρομάζει τούτη η γη,
δεν ξέρω αύριο που θα 'μαι,
κι αν ξημερώσει άλλη αυγή.

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί ...

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
εγώ θα σύρω τη ζωή
σε άλλη ουσία

ξεκουβαλάω έναν βραχνά,
θα κάψω ρούχα γιορτινά
για μια απουσία.

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
σε μια πανάκριβη ροή
θα 'ρθω να αράξω,

θα ΄βρω γαλήνη στη σκιά,
μ' άλλη φωνή, μ' άλλη χροιά
θα σου φωνάξω.

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
θα φυλακίσω μια πνοή
σ' ένα τσιγάρο,

σε μια γεμάτη ρουφηξιά,
για να μου πάνε όλα δεξιά
να μη φουντάρω.

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
σε μια καινούργια διαρροή
ορμών και ρόλων,

σ' ένα σαφάρι άλλων στιγμών,
σε ρότα νέων διαδρομών
και νέων σόλων.

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
σε κάποια, νέα αναπνοή
θα βρώ μιαν άκρη,

ένα ταξίδι απ' την αρχή,
θα ψάξω σ' άλλη εποχή,
σε άλλο δάκρυ.

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
θα ξαναβάλω τη ζωή
σε άλλη πτήση,

σε άλλα ταξίδια του κενού,
και σε λιμάνια του καπνού
προτού να δύσει.

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
ό,τι μου δένει τη ζωή
θα 'βγω να κάψω,

θα αγοράσω άλλα φτερά,
θα τραγουδήσω άλλη χαρά
και θα πετάξω.

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Οράματα του δρόμου

Δεν σε γνώρισα ποτέ και όμως σε ξέρω,
σε είδα κάποτε μια νύχτα στ' όνειρό μου,
δεν έχω τίποτα εγώ να σου προσφέρω,
όμως σε θέλω για να σύρεις το χορό μου.

Δεν με συνάντησες ποτέ κι όμως με είδες,
θολή εικόνα στα ερείπια του καιρού σου,
άγνωστον τόπο με απάτητες παγίδες,
όμως με θέλεις παραβάτη του ιερού σου.

Δεν σε γνώρισα ποτέ κι όμως σε θέλω,
να σε χαράξω σαν tatoo πάνω στο δέρμα,
εσύ στολίδι στης ζωής μου το μπουρδέλο,
εσύ ταξίδι στης ανάγκη μου το τέρμα.

Δεν με συνάντησες ποτέ κι όμως ελπίζεις,
να με 'βρεις κάποτε στο δρόμο σου οδοιπόρο,
σ 'ένα μονόδρομο τραβάς και δεν γυρίζεις,
τον εαυτό μου για αγκαλιά σου κάνω δώρο.

Δεν σε γνώρισα ποτέ, όμως θυμάμαι,
στο πρόσωπό σου το χαμόγελο σαν φλόγα,
ξάγρυπνος μένω από τότε, δεν κοιμάμαι,
είσαι ποτάμι και 'γω ξύλινη πιρόγα.

Δεν με συνάντησες ποτέ, όμως προσμένεις,
να μ' αποκτήσεις, να με κάνεις φυλακτό σου,
κι αν φύγω κάποτε, εσύ θα περιμένεις,
πίσω να 'ρθώ να ξαναβρώ τον εαυτό σου.

Δεν σε γνώρισα ποτέ, όμως το ξέρω,
θα ξεπηδήσεις κάποια νύχτα απ' τ' όνειρό μου,
εγώ τα πάντα στη ζωή σου θα προσφέρω,
και οι δυο δεν θα 'μαστε οράματα του δρόμου.

Μέσα στην άβυσσο του νου

Μέσα στην άβυσσο του νου,
κρατάς εικόνες και κολλάς,
μετά χορεύεις και γελάς,
μετά θυμώνεις,

για την αγάπη ενός κοινού
πάνω στο ρόλο σου μιλάς,
μετά την τρέλα σου πουλάς,
και τους πληγώνεις.

Μέσα στα νέφη της ψυχής
τις αγωνίες σου κερνάς,
όλα τα πάθη σου περνάς
σε μαύρους στίχους,

μιλάς για τέλος εποχής,
μα στην αρχή πάλι γυρνάς,
ζωή καινούργια ξεκινάς,
με άλλους ήχους.

Σ' αυτό το ξέφρενο παρόν,
οι ώρες τώρα είναι βαρειές,
της εποχής οι προσταγές
σου φέρνουν θλίψη,

την μια πεθαίνεις, είσαι απών,
είναι οι κινήσεις σου αργές,
μετά γυρεύεις αλλαγές
που σου 'χουν λείψει.

Μέσα στην εύθραυστη σιγή
θέλεις να μένεις νικητής,
ένας ψυχρός εκτελεστής
με χίλιες σφαίρες,

μα είσαι καρδιά που αιμορραγεί,
ένας ευαίσθητος ληστής,
ένας δραπέτης ποιητής
από άθλιες μέρες.

Μέσα στην άβυσσο του νου,
με μόνο φίλο ένα σκυλί,
εχθρός σου ο χρόνος, σ' απειλεί
στη μοναξιά σου,

μετράς τ' αστέρια τ' ουρανού,
πάνω σε ιπτάμενο χαλί,
νοιώθεις ελεύθερο πουλί
μες την καρδιά σου.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Ξεπούλημα ονείρων

Άγγιξες τον πάτο στο βαρέλι,
της μεταπολίτευσης γενιά,
σωθήκαν στη φαρέτρα σου τα βέλη,
τώρα μόνη μένεις στη γωνιά.

Πνίγηκαν στο χρόνο οι ευχές σου,
ο θυμός σου έγινε σιωπή,
άλλαξες με χρήμα τις κραυγές σου,
ξέχασες τα λόγια που 'χες πει.

Θάφτηκαν στο χώμα της συνήθειας,
νιάτα των ονείρων και ιδεών,
μαχαιριές στο σώμα της αλήθειας,
ψέμα μες το βλέμμα των ζωών.

Στάσιμη στου χρόνου το σχολείο,
βούλιαξες στη σκόνη του κενού,
διάβασες του κόσμου το βιβλίο,
μα διέγραψες τα λόγια του κοινού.

Σήκωσες στους ώμους σου το πάθος,
για χτίσιμο του τόπου σου ξανά,
μα πήρες τη ζωή σου όλη λάθος,
ξεπούλημα ονείρων που πονά.

Άγγιξες τον πάτο στο βαρέλι,
της μεταπολίτευσης γενιά,
ελπίδα και αλλαγή ο κόσμος θέλει,
και όχι απαξία κι απονιά.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Τα μεσημέρια της Κυριακής

Τα μεσημέρια της Κυριακής,
του παρελθόντος νεκρά σχολεία,
κελιά χτισμένα της φυλακής
και του χειμώνα μελαγχολία.

Στάσιμες μέρες, μικρές χαρές,
πέτρινα χρόνια σε μια θητεία,
κομμένες φλέβες και αορτές,
σκληρά τσιγάρα σε μια αλητεία.

Μπόλικο ψέμα κι εγωισμός,
των επιόρκων και των αλλήλων,
σημαία των λίγων ο εθισμός,
σε μια πορεία εχθρών και φίλων.

Οι νικοτίνες κι οι αφορμές,
ο πρώτος ήλιος κι οι ερινύες
ψυχές στης νύχτας τις διαδρομές,
σκιές που τρέχουν απ' τις γωνίες.

Τα καλοκαίρια της επαφής,
ματιές και χάδια σ' ένα παζάρι,
βουτιές της νιότης και της αφής,
σε χίλια αστέρια κι ένα φεγγάρι.

Ζωές του νότου και του βορρά,
μικρές αλήθειες που στάζουν λάθη,
σε κάθε λύπη και μια χαρά,
πόσα δεν ξέρω, δεν έχω μάθει.

Τα μεσημέρια της Κυριακής,
του παρελθόντος χλωμά σινιάλα,
από τις γρίλιες της φυλακής,
το φως με ζώνει πριν την κρεμάλα.

Τα μεσημέρια της Κυριακής,
σκορπούν συνήθεια, σκορπούν μιζέρια,
κελιά χτισμένα της φυλακής,
οπλίζουν λόγια, οπλίζουν χέρια.

Ζωές του νότου και του βορρά,
κρυμμένη αλήθεια μες τη μιζέρια,
ζωής συνέχεια σε προσφορά,
των κυριακών μου τα μεσημέρια.

Στιγμές-μαχαίρια της κυριακής,
πουλιέται ο χρόνος σε ένα ψέμα,
νυστέρια οι νότες μιας μουσικής,
ματώνουν μνήμες σ' ένα άδειο βλέμμα.

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Μαύρη αράχνη

Σε τοίχο γκρίζο, σε ζωγραφίζω,
σε ψηλαφίζω, σε προσκυνώ,
είσαι μια τέχνη αφηρημένη,
τροφή δωσμένη για το κοινό.

Σε άλλο χρόνο, θα σε πληγώνω,
θα σε σκοτώνω, θα σε μισώ,
είσαι ένα στίγμα, μαύρη αράχνη,
που πάντα ψάχνει τ' άλλο μισό.

Τσιγάρο σκέτο σ' άδειο πακέτο,
χρυσό λουκέτο και κλειδαριά,
θα σε κλειδώσω σε μαύρο αμάξι,
θα 'χω πετάξει και τα κλειδιά.

Στου νου τη ρότα, θα είσαι νότα,
κρυμμένα φώτα μες την καρδιά,
μικρός πλανήτης στο γαλαξία
και μια θυσία με μαχαιριά.

Σε φόντο μαύρο, θα σε ξανάβρω,
πάνω σε ταύρο στον ουρανό,
εγώ σαν Δίας και εσύ Ευρώπη,
περνούν οι τόποι και 'γω πονώ.

Φλόγας εικόνα μες το χειμώνα,
είσαι σταγόνα και πυρκαγιά,
θα σε κερδίζω σε άλλο πλάνο
και θα σε χάνω σε μια ζαριά.

Σε τοίχο γκρίζο, σε ζωγραφίζω,
σε φυλακίζω σε μια ρωγμή,
θα σε πουλάω, θα σε εξοντώνω,
και θα σε υψώνω σε μια στιγμή.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Έξοδος

Χύθηκαν τα μάτια σου
πάνω στα βιβλία,
έσπειρες στο χώμα σου
νιότη και ουρανό,

σ' ένα τόπο άπονο,
σ' άδικα σχολεία,
μυστικά μεγάλωσες
με τον κεραυνό.

Πότισες τη μνήμη σου,
μ' άτρωτο μελάνι,
σ' αφρισμένα πέλαγα,
κρύα, σκοτεινά,

μα άφησες το όνειρο
να γεμίσει πλάνη,
να μαυρίσει η θάλασσα
άφησες ξανά.

Χύθηκαν οι σκέψεις σου
μέσα στο ποτάμι,
άγγιξες το θάνατο,
μες τον πανικό

και μια σφαίρα φύλαξες
μέσα στη θαλάμη,
σε κραυγή φυλάκισες
όλο το κακό.

Χύθηκαν τα χρόνια σου
πάνω στα βιβλία,
τώρα, αίμα κι όνειρα
σκόρπισαν στη γη,

έφτασες στην έξοδο,
έβαλες τελεία,
άλλαξες το γέλιο σου,
με βαρειά σιγή.

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Χωρίς

Χωρίς το πρόγραμμα που τρέφει
τις γκρίζες μέρες που μισώ,
φθηνούς θανάτους ανατρέφει
φορώντας μάσκα από χρυσό.

Χωρίς τους νόμους που καρφώνουν,
στον τοίχο ελεύθερα μυαλά
και τις φωνές τους τις φιμώνουν
και ό,τι άλλο τους χαλά.

Χωρίς τα λόγια που αγκαλιάζουν
και που χαιδεύουνε αυτιά
και για το δίκιο δεν φωνάζουν,
μα το κερδίζουν στα χαρτιά.

Χωρίς την ψεύτικη συγνώμη,
θα με προδώσει πάλι αυτή,
δεν μας γλυτώνουνε οι νόμοι,
όσο δε σβήνουν τα ''γιατί''.

Χωρίς αιώνιους παντογνώστες,
όλα μας έγιναν γνωστά,
οι κριτικοί κι οι αναγνώστες
αφήσαν μέτωπα ανοιχτά.

Χωρίς το πρόγραμμα που τρέφει
τις απαράλλαχτες στιγμές,
φθηνούς θανάτους ανατρέφει
και δεν ανοίγει διαδρομές.

Χωρίς αυτόκλητους σωτήρες,
δεν είναι ανάγκη να σωθώ,
χωρίς Ιθάκη και μνηστήρες
δεν με πειράζει κι αν χαθώ.

Χωρίς αυτόκλητους σωτήρες,
δεν με ενδιαφέρει να σωθώ,
χωρίς Ιθάκη και μνηστήρες,
πάλι ξανά θα προδωθώ.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Άγρια πεταλούδα

Ανακατεύεις το μελάνι
με τα δάκρυα του Χριστού
και ξαναγράφεις εξ' αρχής την ιστορία,

ένας αρχάγγελος στο μέλλον,
με το μανδύα του πιστού,
ο τελευταίος οπαδός στη γαλαρία.

Ανακατεύεις το μελάνι
με ποτό της λησμονιάς,
κρασί φτιαγμένο από φεγγάρι κι από αίμα,

θα ζωγραφίσεις με χρυσάφι
στον καμβά της σκοτεινιάς,
ένα χαμόγελο κρυμμένο μες το βλέμμα.

Ανακατεύεις το μελάνι
με σταγόνες της δροσιάς,
γράφεις συνθήματα με λόγια αγωνίας,

σημαιοφόρος της ελπίδας,
μαχητής της μοναξιάς,
βλέπεις τον κόσμο από όψη άλλης γωνίας.

Ανακατεύεις το μελάνι
με τα δάκρυα του Χριστού,
με σκόρπια λόγια του Μωάμεθ και του Βούδα,

ονειροπόλος ταξιδιώτης,
μες το σώμα ενός αστού,
ψυχή ελεύθερη σαν άγρια πεταλούδα.

Αναγνώστες

Αρχειοθήκη ιστολογίου