Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Σαν Οδυσσέας ναυαγός

Τώρα που βρήκες την Ιθάκη,
σαν Οδυσσέας ναυαγός,
σαν βετεράνος κυνηγός
με άγριο βλέμμα σαν γεράκι.

Τώρα που έπεσε ο αέρας,
μπήκε στου αιόλου το ασκί,
πίνεις μονάχος σου ρακί
μέχρι τη δύση της ημέρας.

Δεν έχουν μείνει πια μνηστήρες,
η Πηνελόπη πια γριά
και δεν υπάρχει γιατρειά
ούτε υπάρχουν πια σωτήρες.

Τι κι αν τη σπίθα σου έχεις δώσει
στου Τηλεμάχου τη ματιά,
του τόξου σου τη σαιτιά
άλλος κανείς δεν θα τη νιώσει.

Ο μόνος φίλος σου έχει φύγει,
είχε το όνομα Αργός,
πιστός σκυλίσιος οδηγός
με τα άγρια νιάτα σου θα σμίγει.

Τώρα που βρήκες την Ιθάκη,
την πιο στερνή σου τη φωλιά,
τώρα δεν βγάζεις πια μιλιά
για το θαλάσσιο το σαράκι.

Τώρα πια γράφεις τ' όνομά σου
φορώντας γέρικα γυαλιά,
με το κεφάλι στη θηλιά,
τώρα για ήττες ετοιμάσου.

Όταν, λοιπόν, ξανά θα φύγεις
μέσα από τούνελ της σιωπής,
μέσα στο φως μιας αστραπής,
ύστατη αλήθεια ξετυλίγεις.

Όταν, λοιπόν, ξανά θα φύγεις
μέσα σε νύχτα του χιονιά,
θα ξεχυθείς στη λησμονιά,
σ' αυτή που πάντα καταλήγεις.

Του πρωινού

Του πρωινού η διάσταση
αλλάζει και εξαρτάται,
από εκείνον που ξυπνά,
ή άλλον που κοιμάται.

Ο ένας ξημερώματα
γυρνάει από ξενύχτι,
εγκλωβισμός σε αρώματα
και σε γυναίκας δίχτυ.

Κι ο άλλος τα χαράματα
ξυπνάει για να μετρήσει
τα χίλια μεροκάματα
και ύστερα να σβήσει.

Του πρωινού τον θάνατο
τον έζησαν χιλιάδες,
άλλον τον κάνει αθάνατο
και άλλους σαν ραγιάδες.

Ο ένας χτίζει τ' όνειρο
σε μάρμαρο και πέτρα,
μα σε καιρό παμπόνηρο
και αδειάζει η φαρέτρα,

τα βέλη που τον πλάνεψαν,
η φλόγα που τον καίει,
τα χρόνια τον ορφάνεψαν
και τώρα καταρρέει.

Ο άλλος φτιάχνει οράματα
στην άμμο και στο χώμα,
μα πριν απ' τα γεράματα
ξαπλώνει σε άδειο στρώμα,

ένας τρελός που περπατά
σε πάτωμα που τρίζει,
τη μια δεν ξέρει που πατά,
την άλλη ξαναρχίζει.

Του πρωινού η άνοιξη
ψυχές θα σημαδεύει,
άλλος με αγάπη θα ξυπνά
κι άλλος θα τη γυρεύει.

Ο ένας στη νιρβάνα του
φτερά θα ζωγραφίζει
κι ο άλλος στη χαρμάνα του
την τύχη του θα βρίζει.

Του πρωινού η άνοιξη,
τον κόσμο ξημερώνει,
άλλος με γέλιο ντύνεται
και άλλος ξενερώνει.

Του πρωινού η άνοιξη
ταξίδια θα φωτίζει,
ένας θα φεύγει στ' άγνωστο
κι άλλος ξαναγυρίζει.

Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Συμβολικό παράπονο

Αυτό που φαίνεται σιωπή,
σαν παγωμένο χιόνι,
πουλιά πάνω στα σύρματα
της μουσικής μου οι τόνοι.

Αυτό που απλώνει σαν φωτιά
σε ξεραμένα φύλλα,
αντίδοτο στα θαύματα,
σκουλήκι μες τα μήλα.

Αυτό που γράφω με οργή
και με μελάνι μαύρο,
συμβολικό παράπονο,
τη λευτεριά μου να 'βρω.

Αυτός που ψάχνει θάνατο,
τη μοναξιά του ψάχνει,
ένα κουνούπι μόνο του
τροφή για την αράχνη.

Αυτό που ήλιος φαίνεται,
λογίζεται σαν άστρο,
φωτίζει τα περάσματα
στης λησμονιάς το κάστρο.

Αυτό που γράφω με οργή
και με μελάνι μαύρο,
ρητορικό παράπονο,
τη λευτεριά μου να 'βρω.

Αυτό που πέφτει σαν σκιά,
σαν μαύρη σκοτοδίνη,
άλλοι το λένε πόλεμο
κι άλλοι το λεν' ειρήνη.

Αυτός που ψάχνει θάνατο,
άλλο δεν περιμένει,
δεν βρίσκει χώρο τ' όνειρο
σε μια ψυχή θλιμμένη.

Αυτός που ψάχνει θάνατο,
δεν ψάχνει τη θυσία,
μα στη ζωή που έζησε
δεν βρήκε σημασία.

Αυτό που γράφω με οργή
και με μελάνι μαύρο,
αναρχικό παράπονο,
τη λευτεριά μου να 'βρω.

Αυτό που γράφω με οργή
και με βαθύ μελάνι,
αδιέξοδο παράπονο
όμως θα με τρελάνει.

Ήλιος Θεός

Ήλιος Θεός, Ήλιος Χριστός,
Ήλιος Μωάμεθ, Βούδας,
σκοτάδι βγαίνει ο θάνατος,
Εφιάλτης και Ιούδας.

Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά,
πίνω τη μέρα φως μου,
κάνω τα δάκρυα όνειρα
μες τις καρδιές του κόσμου.

Ήλιος θεός, Ήλιος θνητός,
Σωκρατικός προφήτης,
φωτιά που πέφτει από ψηλά,
κι ένας Θεός αλήτης.

Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά,
κεριά μες το σκοτάδι,
σκορπάει ο χρόνος τα όνειρα,
μα αυτά γυρίζουν βράδυ.

Ήλιος Θεός, Ήλιος λαμπρός,
Ήλιος Ερμής και Απόλλων,
σαν πληγωμένος έρωτας
σε αυγές ονειροπόλων.

Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά,
κατάματα στον Ήλιο,
ένας δραπέτης άνεμος
σε ονειρικό βασίλειο.

Αναγνώστες

Αρχειοθήκη ιστολογίου