Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Ύστατο σημάδι

Ήσουν θεός αυτόνομος,
μα απόμεινες φιγούρα,
ατέλειωτη φαγούρα
και φάλτσο μουγκριτό

και τώρα είσαι αδύναμος,
μικρός σε μαύρη τρύπα,
απότιστη τουλίπα
και άχρηστο ρητό.

Ήσουν φεγγάρι απείθαρχο
και δάμαζες τη νύχτα,
σου 'λεγαν όλοι ''ρίχτα''
και έμενες ταπί,

σου πήραν το χαμόγελο,
οι προδωμένες μνήμες,
χιλιοπαιγμένες ρίμες
περνούν σαν αστραπή.

Ήσουν μια σπίθα άσβηστη,
ανόθευτο χρυσάφι,
μα πήγαν όλα στράφι,
έπεσε σκοτεινιά,

και το μυαλό δεν άντεξε
αμείωτες πιέσεις,
αδιάκοπες ενέσεις
με θλίψη και ερημιά.

Τώρα κοιτάς το άπειρο,
με ανενεργές αισθήσεις,
σε ζουν οι παραισθήσεις,
του νου σου οι χαρακιές,

ζητάς το ακαθόριστο,
τις ώρες ψηλαφίζεις,
τους ίσκιους ζωγραφίζεις
και φτιάχνεις Κυριακές.

Τώρα κοιτάς το άπειρο,
το νοητό σου ρήγμα,
το τελευταίο δείγμα
που φέρνει αναπνοή,

ζητάς το ακαθόριστο,
το ύστατο σημάδι,
το ξεχασμένο υφάδι
που πλέκει τη ζωή.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Και να, λοιπόν, που φτάσαμε εδώ πέρα...

Και να, λοιπόν, που φτάσαμε εδώ πέρα,
με ένα δισάκι κουμπαρά γεμάτο αέρα,
με χίλιες μνήμες σκαλισμένες στο μπετόν,
νίκες και ήττες στα κιτάπια των ετών
και λίγο γκρίζο στων κροτάφων μας τη σφαίρα.

Τώρα λοιπόν που αντικρύσαμε τις λύπες,
βαλσαμωμένες Κυριακές, τροφή στους γύπες,
γεμάτο σώμα με ταττού και με μολύβι,
όμως στο βάθος η ψυχή μας πάντα κρύβει
το λίγο χρώμα που φωτίζει μαύρες τρύπες.

Τώρα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι,
έξω απ' τ' αμάξι η βαβούρα δυναμώνει,
κάτω απ' τις ρόδες παρελθόν που σιγοτρίζει,
η πόλη μοιάζει σαν εικόνα που ξεφτίζει,
μάνα τσιγγάνα που γελά και που θυμώνει.

Και να, λοιπόν, που φτάσαμε εδώ πέρα,
έχοντας έρθει από ταξίδι με γαλέρα,
με λίγες σκέψεις συντροφιά μέσα στο κρύο,
χαμένοι μες στα ''καλώς όρισες'' κι ''αντίο'',
τώρα που σβήνει το σκοτάδι μες τη μέρα.

Πάνω στον τοίχο ζωγραφιά που πλημμυρίζει
κι ο άγριος ήχος που εσώψυχα γυρίζει,
φορτίζει ο χρόνος τις ψυχές, γίνονται ατσάλι,
παλιά μηνύματα κλεισμένα σε μπουκάλι
μπαίνουν σε αόρατη τροχιά που ηλεκτρίζει.

Τώρα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι,
έξω στο δρόμο η ζωή μας ερημώνει,
κάτω απ' τις ρόδες το παρόν αργοπεθαίνει,
η πόλη μοιάζει σαν εικόνα ξεφτισμένη
μέσα στο χρόνο, πάντα αδιάφορη και μόνη.

Και να, λοιπόν, που φτάσαμε εδώ πέρα,
πέρα από κάθε δηλητήριο και χολέρα,
με λίγες σκέψεις συντροφιά για τον καιρό μας,
με λίγα βήματα να μένουν στο χορό μας,
μικρές ανάσες καθαρού, μα λίγου αέρα.

Οι ώρες φεύγουν μες τα μπαρ και τις βιτρίνες,
ζωή ντυμένη με φτερά και λαμαρίνες,
ζωή που αφρίζει μες την άσφαλτο στημένη,
σε κούρσα ξέφρενη ουρλιάζει και επιμένει,
με άγνοια κινδύνου, μα στο τέλος κάτι μένει.

Τώρα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι,
έξω απ' το τζάμι η βοή δεν με παγώνει,
κάτω απ' τις ρόδες ένα μέλλον που διαφέρει,
η πόλη απρόσωπη, μα πάντα θα προσφέρει,
νέες αιτίες και αφορμές θα αφομοιώνει.


Εδώ

Εδώ λοιπόν που φτάσαμε
σε τεντωμένο νήμα,
το χρόνο κι αν χορτάσαμε
με στοιχειωμένο βήμα,

αφήσαμε τα χνάρια μας
σε παρελθόν που αντέχει,
με προίκα τα φεγγάρια μας
σ' ένα παρόν που τρέχει.

Αυτό εδώ το χάραμα
στην εποχή του ανέμου,
σβήνει με φως και άρωμα
το αίμα του πολέμου.

Αυτό εδώ το ξύπνημα
με μια βροντή χειμώνα,
είναι παρόντος μήνυμα
σε μέλλοντος αγώνα.

Αυτό εδώ το βάφτισμα
στου ποταμού τη γνώση,
το τελευταίο ράπισμα
ο χρόνος πριν τελειώσει.

Αυτό που μοιάζει θύμηση,
που μοιάζει μονοπάτι,
η τελευταία εκτίμηση
να ΄βγεις απ' την απάτη.

Αυτό που μοιάζει θύμηση,
που μοιάζει καταιγίδα,
η τελευταία εκτίμηση
να 'βγεις απ' την παγίδα.

Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Γράμματα

Φτιάχνεις όλη μέρα σχέδια στο χαρτί,
γράφεις, μουτζουρώνεις πια το κάθε τι.

Λόγια του αέρα τρέχουν στο γυαλί
και την πόρτα κλείνεις σαν φυσάει πολύ.

Πλαστικές σημαίες κρύβουνε τη γη,
γίνανε σκουπίδια μέχρι την αυγή.

Άνθρωποι που μοιάζουν σαν αγάλματα,
γέλιο πια δεν βγάζουν, ούτε κλάματα.

Άδειοι είναι οι τοίχοι και άγρια η λησμονιά
και δεν ξημερώνει πια στη γειτονιά.

Γράφεις όλη μέρα γράμματα σκυφτός,
άδειος από λέξεις, άσημος αστός.

Φτιάχνεις όλη μέρα σχέδια στο χαρτί,
τώρα τα κοράκια λέγονται αετοί.

Λόγια του αέρα μόλυναν το φως,
καίγονται στο χρόνο λύκος κι αδελφός.

Πλαστικές σημαίες κρύβουν τη ζωή,
νάυλον σακούλες χωρίς μια πνοή.

Άνθρωποι που μοιάζουν με προβλήματα,
μείναν οι προθέσεις χωρίς ρήματα.

Σβήστηκαν οι τοίχοι, έμειναν μισοί,
χάθηκε το μαύρο και το θαλασσί.

Γράφεις όλη μέρα γράμματα σκυφτός,
ψάχνεις για τις λέξεις, άπιστος πιστός.

Γράφεις όλη μέρα γράμματα σκυφτός,
χάλασαν κι οι λέξεις, 'γίναν καθεστώς.

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Σαν Οδυσσέας ναυαγός

Τώρα που βρήκες την Ιθάκη,
σαν Οδυσσέας ναυαγός,
σαν βετεράνος κυνηγός
με άγριο βλέμμα σαν γεράκι.

Τώρα που έπεσε ο αέρας,
μπήκε στου αιόλου το ασκί,
πίνεις μονάχος σου ρακί
μέχρι τη δύση της ημέρας.

Δεν έχουν μείνει πια μνηστήρες,
η Πηνελόπη πια γριά
και δεν υπάρχει γιατρειά
ούτε υπάρχουν πια σωτήρες.

Τι κι αν τη σπίθα σου έχεις δώσει
στου Τηλεμάχου τη ματιά,
του τόξου σου τη σαιτιά
άλλος κανείς δεν θα τη νιώσει.

Ο μόνος φίλος σου έχει φύγει,
είχε το όνομα Αργός,
πιστός σκυλίσιος οδηγός
με τα άγρια νιάτα σου θα σμίγει.

Τώρα που βρήκες την Ιθάκη,
την πιο στερνή σου τη φωλιά,
τώρα δεν βγάζεις πια μιλιά
για το θαλάσσιο το σαράκι.

Τώρα πια γράφεις τ' όνομά σου
φορώντας γέρικα γυαλιά,
με το κεφάλι στη θηλιά,
τώρα για ήττες ετοιμάσου.

Όταν, λοιπόν, ξανά θα φύγεις
μέσα από τούνελ της σιωπής,
μέσα στο φως μιας αστραπής,
ύστατη αλήθεια ξετυλίγεις.

Όταν, λοιπόν, ξανά θα φύγεις
μέσα σε νύχτα του χιονιά,
θα ξεχυθείς στη λησμονιά,
σ' αυτή που πάντα καταλήγεις.

Του πρωινού

Του πρωινού η διάσταση
αλλάζει και εξαρτάται,
από εκείνον που ξυπνά,
ή άλλον που κοιμάται.

Ο ένας ξημερώματα
γυρνάει από ξενύχτι,
εγκλωβισμός σε αρώματα
και σε γυναίκας δίχτυ.

Κι ο άλλος τα χαράματα
ξυπνάει για να μετρήσει
τα χίλια μεροκάματα
και ύστερα να σβήσει.

Του πρωινού τον θάνατο
τον έζησαν χιλιάδες,
άλλον τον κάνει αθάνατο
και άλλους σαν ραγιάδες.

Ο ένας χτίζει τ' όνειρο
σε μάρμαρο και πέτρα,
μα σε καιρό παμπόνηρο
και αδειάζει η φαρέτρα,

τα βέλη που τον πλάνεψαν,
η φλόγα που τον καίει,
τα χρόνια τον ορφάνεψαν
και τώρα καταρρέει.

Ο άλλος φτιάχνει οράματα
στην άμμο και στο χώμα,
μα πριν απ' τα γεράματα
ξαπλώνει σε άδειο στρώμα,

ένας τρελός που περπατά
σε πάτωμα που τρίζει,
τη μια δεν ξέρει που πατά,
την άλλη ξαναρχίζει.

Του πρωινού η άνοιξη
ψυχές θα σημαδεύει,
άλλος με αγάπη θα ξυπνά
κι άλλος θα τη γυρεύει.

Ο ένας στη νιρβάνα του
φτερά θα ζωγραφίζει
κι ο άλλος στη χαρμάνα του
την τύχη του θα βρίζει.

Του πρωινού η άνοιξη,
τον κόσμο ξημερώνει,
άλλος με γέλιο ντύνεται
και άλλος ξενερώνει.

Του πρωινού η άνοιξη
ταξίδια θα φωτίζει,
ένας θα φεύγει στ' άγνωστο
κι άλλος ξαναγυρίζει.

Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Συμβολικό παράπονο

Αυτό που φαίνεται σιωπή,
σαν παγωμένο χιόνι,
πουλιά πάνω στα σύρματα
της μουσικής μου οι τόνοι.

Αυτό που απλώνει σαν φωτιά
σε ξεραμένα φύλλα,
αντίδοτο στα θαύματα,
σκουλήκι μες τα μήλα.

Αυτό που γράφω με οργή
και με μελάνι μαύρο,
συμβολικό παράπονο,
τη λευτεριά μου να 'βρω.

Αυτός που ψάχνει θάνατο,
τη μοναξιά του ψάχνει,
ένα κουνούπι μόνο του
τροφή για την αράχνη.

Αυτό που ήλιος φαίνεται,
λογίζεται σαν άστρο,
φωτίζει τα περάσματα
στης λησμονιάς το κάστρο.

Αυτό που γράφω με οργή
και με μελάνι μαύρο,
ρητορικό παράπονο,
τη λευτεριά μου να 'βρω.

Αυτό που πέφτει σαν σκιά,
σαν μαύρη σκοτοδίνη,
άλλοι το λένε πόλεμο
κι άλλοι το λεν' ειρήνη.

Αυτός που ψάχνει θάνατο,
άλλο δεν περιμένει,
δεν βρίσκει χώρο τ' όνειρο
σε μια ψυχή θλιμμένη.

Αυτός που ψάχνει θάνατο,
δεν ψάχνει τη θυσία,
μα στη ζωή που έζησε
δεν βρήκε σημασία.

Αυτό που γράφω με οργή
και με μελάνι μαύρο,
αναρχικό παράπονο,
τη λευτεριά μου να 'βρω.

Αυτό που γράφω με οργή
και με βαθύ μελάνι,
αδιέξοδο παράπονο
όμως θα με τρελάνει.

Ήλιος Θεός

Ήλιος Θεός, Ήλιος Χριστός,
Ήλιος Μωάμεθ, Βούδας,
σκοτάδι βγαίνει ο θάνατος,
Εφιάλτης και Ιούδας.

Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά,
πίνω τη μέρα φως μου,
κάνω τα δάκρυα όνειρα
μες τις καρδιές του κόσμου.

Ήλιος θεός, Ήλιος θνητός,
Σωκρατικός προφήτης,
φωτιά που πέφτει από ψηλά,
κι ένας Θεός αλήτης.

Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά,
κεριά μες το σκοτάδι,
σκορπάει ο χρόνος τα όνειρα,
μα αυτά γυρίζουν βράδυ.

Ήλιος Θεός, Ήλιος λαμπρός,
Ήλιος Ερμής και Απόλλων,
σαν πληγωμένος έρωτας
σε αυγές ονειροπόλων.

Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά,
κατάματα στον Ήλιο,
ένας δραπέτης άνεμος
σε ονειρικό βασίλειο.

Αναγνώστες

Αρχειοθήκη ιστολογίου