Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Λόγια

Μετράω τα λόγια ανωνύμων μεθυσμένων,
χαμένα όνειρα γυρεύουν στα ποτήρια,
κρατάω ατάκες των ευαίσθητων χαμένων,
σκιές των μπαρ χωρίς αγάπες και χατήρια.

Μετράω τα λόγια των τρελών και των απόρων,
κρατάνε όνειρα του δρόμου σαν τσιγάρα,
μέσα στη βρώμικη χαρά των άθλιων χώρων,
ψελλίζουν λέξεις να ξορκίσουν την κατάρα.

Μετράω τα λόγια παρανόμων και αποκλήρων,
μέσα απ' τα λάθη τους εισπνέουν οξυγόνο,
χρυσάφι ψάχνω μες τις όχθες των ονείρων,
διαμάντια ψάχνω μες τα λόγια που ματώνω.

Μετράω τα λόγια των παιδιών και των γερόντων,
πάνω στα πρόσωπα διαβάζονται οι λέξεις,
φτύνω κουβέντες πουλημένων και απόντων,
που σε προτρέπουν τη ζωή τους να διαλέξεις.

Μετράω τα λόγια αφανών μα και των μόνων,
αυτά που λένε καθρεπτίζονται στα μάτια,
θλιμμένα λόγια πληγωμένων δολοφόνων,
που με σκοτώνουν και με κόβουν σε κομμάτια.

Μετράω τα λόγια των θεών και των διαβόλων,
με αυτά πληρώνουν την αρχέγονη καρδιά τους,
τα ίδια λόγια σε ψυχές ονειροπόλων
τα ξαναβρίσκουν τα αδύναμα παιδιά τους.

Μετράω τα λόγια των θεών και των διαβόλων,
καυτές ανάσες σιωπηλών καταραμένων,
μέσα σε διάφανες ψυχές ονειροπόλων,
ιερά λόγια των τρελών και αλλοπαρμένων.

Έχει νυχτώσει

Έχει νυχτώσει και κρυώνω,
μέσα στου κόσμου την αυλή,
πιάνω στα χέρια μου το χρόνο
και του ζητάω αναβολή.

Ξυπνάει μέσα μου το γήρας,
βγαίνει εμπρός μου κι απειλεί,
μιλάει για θέλημα της μοίρας,
για του θανάτου το φιλί.

Έχει νυχτώσει και φοβάμαι,
σε μια τεράστια γειτονιά,
όλοι οι άνθρωποι πονάμε,
απ΄ τη δική μας απονιά.

Ξυπνάει μέσα μου μια λύπη
για τη χαμένη μου γενιά,
σ' ένα ταξίδι η νιότη λείπει,
ταξίδι στα δέκα εννιά.

Έχει νυχτώσει και κρυώνω,
μέσα στου κόσμου τη γωνιά,
του κόσμου τ' άδικο βιώνω,
σε μια κατάφορη ερημιά.

Ξυπνάει μέσα μου ο πόνος,
για την χαμένη μου εποχή,
έχει νυχτώσει κι είμαι μόνος,
μονάχος μέσα στη βροχή.

Έχει νυχτώσει και φοβάμαι,
μ' έχει σκεπάσει η σκοτεινιά,
δεν ξέρω αύριο που θα 'μαι,
κι αν καθαρίσει η καταχνιά.

Έχει νυχτώσει και φοβάμαι,
τώρα τρομάζει τούτη η γη,
δεν ξέρω αύριο που θα 'μαι,
κι αν ξημερώσει άλλη αυγή.

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί ...

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
εγώ θα σύρω τη ζωή
σε άλλη ουσία

ξεκουβαλάω έναν βραχνά,
θα κάψω ρούχα γιορτινά
για μια απουσία.

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
σε μια πανάκριβη ροή
θα 'ρθω να αράξω,

θα ΄βρω γαλήνη στη σκιά,
μ' άλλη φωνή, μ' άλλη χροιά
θα σου φωνάξω.

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
θα φυλακίσω μια πνοή
σ' ένα τσιγάρο,

σε μια γεμάτη ρουφηξιά,
για να μου πάνε όλα δεξιά
να μη φουντάρω.

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
σε μια καινούργια διαρροή
ορμών και ρόλων,

σ' ένα σαφάρι άλλων στιγμών,
σε ρότα νέων διαδρομών
και νέων σόλων.

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
σε κάποια, νέα αναπνοή
θα βρώ μιαν άκρη,

ένα ταξίδι απ' την αρχή,
θα ψάξω σ' άλλη εποχή,
σε άλλο δάκρυ.

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
θα ξαναβάλω τη ζωή
σε άλλη πτήση,

σε άλλα ταξίδια του κενού,
και σε λιμάνια του καπνού
προτού να δύσει.

Όταν ξυπνήσω ένα πρωί,
ό,τι μου δένει τη ζωή
θα 'βγω να κάψω,

θα αγοράσω άλλα φτερά,
θα τραγουδήσω άλλη χαρά
και θα πετάξω.

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Οράματα του δρόμου

Δεν σε γνώρισα ποτέ και όμως σε ξέρω,
σε είδα κάποτε μια νύχτα στ' όνειρό μου,
δεν έχω τίποτα εγώ να σου προσφέρω,
όμως σε θέλω για να σύρεις το χορό μου.

Δεν με συνάντησες ποτέ κι όμως με είδες,
θολή εικόνα στα ερείπια του καιρού σου,
άγνωστον τόπο με απάτητες παγίδες,
όμως με θέλεις παραβάτη του ιερού σου.

Δεν σε γνώρισα ποτέ κι όμως σε θέλω,
να σε χαράξω σαν tatoo πάνω στο δέρμα,
εσύ στολίδι στης ζωής μου το μπουρδέλο,
εσύ ταξίδι στης ανάγκη μου το τέρμα.

Δεν με συνάντησες ποτέ κι όμως ελπίζεις,
να με 'βρεις κάποτε στο δρόμο σου οδοιπόρο,
σ 'ένα μονόδρομο τραβάς και δεν γυρίζεις,
τον εαυτό μου για αγκαλιά σου κάνω δώρο.

Δεν σε γνώρισα ποτέ, όμως θυμάμαι,
στο πρόσωπό σου το χαμόγελο σαν φλόγα,
ξάγρυπνος μένω από τότε, δεν κοιμάμαι,
είσαι ποτάμι και 'γω ξύλινη πιρόγα.

Δεν με συνάντησες ποτέ, όμως προσμένεις,
να μ' αποκτήσεις, να με κάνεις φυλακτό σου,
κι αν φύγω κάποτε, εσύ θα περιμένεις,
πίσω να 'ρθώ να ξαναβρώ τον εαυτό σου.

Δεν σε γνώρισα ποτέ, όμως το ξέρω,
θα ξεπηδήσεις κάποια νύχτα απ' τ' όνειρό μου,
εγώ τα πάντα στη ζωή σου θα προσφέρω,
και οι δυο δεν θα 'μαστε οράματα του δρόμου.

Μέσα στην άβυσσο του νου

Μέσα στην άβυσσο του νου,
κρατάς εικόνες και κολλάς,
μετά χορεύεις και γελάς,
μετά θυμώνεις,

για την αγάπη ενός κοινού
πάνω στο ρόλο σου μιλάς,
μετά την τρέλα σου πουλάς,
και τους πληγώνεις.

Μέσα στα νέφη της ψυχής
τις αγωνίες σου κερνάς,
όλα τα πάθη σου περνάς
σε μαύρους στίχους,

μιλάς για τέλος εποχής,
μα στην αρχή πάλι γυρνάς,
ζωή καινούργια ξεκινάς,
με άλλους ήχους.

Σ' αυτό το ξέφρενο παρόν,
οι ώρες τώρα είναι βαρειές,
της εποχής οι προσταγές
σου φέρνουν θλίψη,

την μια πεθαίνεις, είσαι απών,
είναι οι κινήσεις σου αργές,
μετά γυρεύεις αλλαγές
που σου 'χουν λείψει.

Μέσα στην εύθραυστη σιγή
θέλεις να μένεις νικητής,
ένας ψυχρός εκτελεστής
με χίλιες σφαίρες,

μα είσαι καρδιά που αιμορραγεί,
ένας ευαίσθητος ληστής,
ένας δραπέτης ποιητής
από άθλιες μέρες.

Μέσα στην άβυσσο του νου,
με μόνο φίλο ένα σκυλί,
εχθρός σου ο χρόνος, σ' απειλεί
στη μοναξιά σου,

μετράς τ' αστέρια τ' ουρανού,
πάνω σε ιπτάμενο χαλί,
νοιώθεις ελεύθερο πουλί
μες την καρδιά σου.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Ξεπούλημα ονείρων

Άγγιξες τον πάτο στο βαρέλι,
της μεταπολίτευσης γενιά,
σωθήκαν στη φαρέτρα σου τα βέλη,
τώρα μόνη μένεις στη γωνιά.

Πνίγηκαν στο χρόνο οι ευχές σου,
ο θυμός σου έγινε σιωπή,
άλλαξες με χρήμα τις κραυγές σου,
ξέχασες τα λόγια που 'χες πει.

Θάφτηκαν στο χώμα της συνήθειας,
νιάτα των ονείρων και ιδεών,
μαχαιριές στο σώμα της αλήθειας,
ψέμα μες το βλέμμα των ζωών.

Στάσιμη στου χρόνου το σχολείο,
βούλιαξες στη σκόνη του κενού,
διάβασες του κόσμου το βιβλίο,
μα διέγραψες τα λόγια του κοινού.

Σήκωσες στους ώμους σου το πάθος,
για χτίσιμο του τόπου σου ξανά,
μα πήρες τη ζωή σου όλη λάθος,
ξεπούλημα ονείρων που πονά.

Άγγιξες τον πάτο στο βαρέλι,
της μεταπολίτευσης γενιά,
ελπίδα και αλλαγή ο κόσμος θέλει,
και όχι απαξία κι απονιά.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Τα μεσημέρια της Κυριακής

Τα μεσημέρια της Κυριακής,
του παρελθόντος νεκρά σχολεία,
κελιά χτισμένα της φυλακής
και του χειμώνα μελαγχολία.

Στάσιμες μέρες, μικρές χαρές,
πέτρινα χρόνια σε μια θητεία,
κομμένες φλέβες και αορτές,
σκληρά τσιγάρα σε μια αλητεία.

Μπόλικο ψέμα κι εγωισμός,
των επιόρκων και των αλλήλων,
σημαία των λίγων ο εθισμός,
σε μια πορεία εχθρών και φίλων.

Οι νικοτίνες κι οι αφορμές,
ο πρώτος ήλιος κι οι ερινύες
ψυχές στης νύχτας τις διαδρομές,
σκιές που τρέχουν απ' τις γωνίες.

Τα καλοκαίρια της επαφής,
ματιές και χάδια σ' ένα παζάρι,
βουτιές της νιότης και της αφής,
σε χίλια αστέρια κι ένα φεγγάρι.

Ζωές του νότου και του βορρά,
μικρές αλήθειες που στάζουν λάθη,
σε κάθε λύπη και μια χαρά,
πόσα δεν ξέρω, δεν έχω μάθει.

Τα μεσημέρια της Κυριακής,
του παρελθόντος χλωμά σινιάλα,
από τις γρίλιες της φυλακής,
το φως με ζώνει πριν την κρεμάλα.

Τα μεσημέρια της Κυριακής,
σκορπούν συνήθεια, σκορπούν μιζέρια,
κελιά χτισμένα της φυλακής,
οπλίζουν λόγια, οπλίζουν χέρια.

Ζωές του νότου και του βορρά,
κρυμμένη αλήθεια μες τη μιζέρια,
ζωής συνέχεια σε προσφορά,
των κυριακών μου τα μεσημέρια.

Στιγμές-μαχαίρια της κυριακής,
πουλιέται ο χρόνος σε ένα ψέμα,
νυστέρια οι νότες μιας μουσικής,
ματώνουν μνήμες σ' ένα άδειο βλέμμα.

Αναγνώστες

Αρχειοθήκη ιστολογίου