Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Φτερά να βγάλεις

Κρυμμένα όνειρα στολίζονται με θλίψη,
αλλάζουν χρώμα προς το μαύρο, προς το γκρίζο,
το πρόσωπό σου καθαρό και μου 'χει λείψει,
κάνω ευχή την περηφάνεια και δακρύζω.

Μεγάλα μάτια καθρεπτίζουν τη σελήνη,
σπάζουν τα τείχη που χωρίζουν και πληγώνουν,
προσφέρουν λόγο και ψυχή και μια γαλήνη,
ζητούν αγάπη σαν γελούν και σαν θυμώνουν.

Τα χρόνια τρέχουν σαν βαγόνια σ' ένα τρένο
και όταν φτάσουν κάποια μέρα προς τα πάνω,
φτερά να βγάλεις και να πεις ''δεν κατεβαίνω,
θα κλέβω μνήμες για να ζήσω παραπάνω''.

Κυλούν τα δάκρυα σε κατάλευκο ρυάκι,
για μια ζωή που ξεπουλήσαμε στο κύμα,
το περιστέρι τώρα μοιάζει με κοράκι,
ο δολοφόνος τώρα μοιάζει με το θύμα.

Κρυμμένα όνειρα στολίζονται με θλίψη
και ταξιδεύουν στη σιωπή που τα προσμένει,
το πρόσωπό σου καθαρό και μου 'χει λείψει,
να ξέρεις πάντα μια αγκαλιά σε περιμένει.

Τα χρόνια τρέχουν σαν βαγόνια σ' ένα τρένο
και σαν θα σμίξουν με δυο λόγια ξεχασμένα,
με μιαν ανάσα μια ελπίδα θα ανασταίνω
να σε κρατήσει σαν ανάμνηση για μένα.

Κυλούν τα δάκρυα σ' ένα χείμαρρο που τρέχει,
μοιάζουν με φύλλα φθινοπώρου που γερνάει,
για μέρες τώρα δεν σταμάτησε να βρέχει
και η νύχτα απόψε έχει πεισμώσει, δεν περνάει.

Τα χρόνια τρέχουν σαν βαγόνια σ' ένα τρένο
και όταν θα φτάσουν κάποια μέρα σε μιαν άκρη,
φτερά να βγάλεις και να πεις ''δεν κατεβαίνω,
μέχρι το αίμα να ενώσει με το δάκρυ''.




Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Είσαι καράβι ακίνητο

Είσαι καράβι ακίνητο με χρυσαφένια μνήμη
φορτώνεις σφαίρες γυάλινες για ονειρεμένο δέρας,
χωρίς πανιά, χωρίς κουπιά και με αδειανή την πρύμη,
σε κάποια θάλασσα που ζει στη μοναξιά της μέρας.

Οι άνεμοι σε μάζεψαν σε αυτό το μονοπάτι,
τα εμπόδια γίνονται βουνά που πρέπει να περάσεις,
μορφές προγόνων θα κυλούν σαν μια οφθαλμαπάτη
για να θυμίζουν τις στιγμές και τις μικρές οάσεις.

 Η εποχή σου αλώθηκε απ' τις ορδές των λύκων,
τα όμορφά σου οράματα σε δόντια υπαλλήλων
κατάντησαν κατάστιχα σε αυτιά δουλοπαροίκων,
ελπίδες κομματιάστηκαν, γίναν ευχές αλλήλων.

Έξω από λόγια και γιορτές, μέσα στα σωθικά σου
τον πιο δικό σου θάνατο για χρόνια θα αντικρύζεις,
τα πιο θλιμμένα θαύματα που ήτανε δικά σου
θα σε ποτίζουν σαν βροχή και τότε θα δακρύζεις.

Ένα χαμόγελο σιωπής που αστράφτει σαν την πέτρα,
ρωγμή του βράχου σε πλαγιά, σαν μια πληγή που στάζει,
σαν οδοιπόρος σύντροφος τη μοναξιά σου μέτρα
και φτιάξε νέο όνειρο όσο η καρδιά προστάζει.

Είσαι καράβι ακίνητο που με σκοτάδι σμίγει
σαν ένα άστρο που έπεσε σε θάλασσα του νότου,
ρητορικό παράπονο την αγκαλιά σου ανοίγει
και πλέκει λόγια προσευχές για επιστροφή του ασώτου.

Ένα καράβι ακίνητο με την ψυχή σου σμίγει,
θα χάνεται σαν όνειρο, θα γράφει το όνομά σου,
με τη ζωή σου ενώνεται, την αγκαλιά σου ανοίγει
για να δεχτείς το άπειρο με κάθε άγγιγμά σου.

Αναγνώστες

Αρχειοθήκη ιστολογίου