Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Ρεμπετο-μπλούζ

Μια πονεμένη ανατριχίλα,
ένα κεντρί που δεν περνά,
σαν το σαράκι μες τα ξύλα,
σαν ένας λύκος που πεινά.

Ρεμπετο-μπλούζ που αργοκλαίει,
στίχος που σκάβει την πληγή,
σαν τη φωτιά που σιγοκαίει,
πανσέληνος που αιμορραγεί.

Μια πονεμένη ανατριχίλα,
σαν μια ανάμνηση παλιά,
μικρό σκουλήκι μες τα μήλα,
σαν μια βροντή στη σιγαλιά.

Ένα παράπονο που καίει
σ' ένα μπουζούκι λαικό,
και μια ψυχή που καταρρέει
σε ένα κύμα ερωτικό.

Μια πονεμένη ανατριχίλα
σ' ένα παιχνίδι του μυαλού,
μια όαση μες την ξεφτίλα
αυτού του κόσμου του θολού.

Ένα τραγούδι ψιθυρίζω,
ένα ρεμπέτικο παλιό,
το θάνατό μου αντικρύζω
σ' ένα γεμάτο καπηλειό.

Ένα τραγούδι ψιθυρίζω,
μπαλάντα γνώριμης γενιάς,
το θάνατό μου αντικρύζω
σ' ένα μπαράκι γειτονιάς.

Θα κάνω κύκλους ...

Θα κάνω κύκλους πάνω στο κύμα,
με ένα βαρκάκι από χαρτόνι,
πως θα χωρέσω σε αυτή τη ρίμα,
αυτή την τρέλα που με ζυγώνει.

Μαζεύω ήλιους, μαζεύω μπόρες,
φυτεύω αστέρια σε φρέσκο χώμα,
μέσα σε νάρκης ονειροχώρες,
ζωή κερδίζω για λίγο ακόμα.

Χαρίζω απόψε τη σιγουριά μου,
για να κερδίσω λίγη γαλήνη
κερνάω απόψε με την καρδιά μου
ένα ταξίδι για τη σελήνη.

Θα κάνω κύκλους και στον αέρα,
με μια σαίτα από χαρτόνι,
πως θα χωρέσω σ' άγονη μέρα
αυτή την τρέλα που δυναμώνει.

Μαζεύω νύχτες και τις φουμάρω,
σκοτάδι πίσσα με νικοτίνη,
θέλω να κάψω σ' ένα τσιγάρο,
ό,τι με τρώει κι ό,τι με πίνει.

Θα σκάψω τούνελ μέσα στο χιόνι,
θα ανοίξω δρόμο για να ξεφύγω,
απ' τη συνήθεια που με θυμώνει,
απ' τη βιτρίνα θέλω να φύγω.

Θα κάνω κύκλους με ένα μολύβι,
λόγια θα γράψω σ' ένα χαρτόνι,
πως να χωρέσω αυτά που κρύβει
αυτή η τρέλα που με λυτρώνει.

Τρικυμία

Σαν νοτισμένο καραβόσκοινο που σκίζει
αυτού του άπονου καιρού μου τη μουντάδα,
σαν μια ιέρεια, μια πυθία με ποτίζει
με μια αλλιώτικη, ατέλειωτη ζαλάδα.

Σαν των βιβλίων τις κρυμμένες ιστορίες,
χάρτινοι μύθοι ζωντανεύουν μες τα μάτια,
μικροί μεγάλοι με τις ίδιες απορίες,
ζωής σελίδες τυπωμένες σε κομμάτια.

Σαν καταχείμωνο που τρέφεται με χιόνι,
λευκό πανί σαν μια πανάκριβη συγνώμη,
σαν μαύρη σκέψη που το νου μου κηλιδώνει,
ψυχή ανήσυχη που ψάχνεται ακόμη.

Σαν νιότη-θάλασσα που πνίγεται στο χρόνο,
καράβια χάρτινα μικρά σαν παραμύθι,
άλλη μια νύχτα που με σέρνει τώρα μόνο,
σαν μαύρο δάκρυ που στα πόδια μου εχύθη.

Σαν μια παράσταση που πνίγηκε στο κλάμα,
σαν ιστορία μιας αγάπης που τελειώνει,
ζωές στημένες σε αδιάκοπη ρεκλάμα,
σαν το κρασί που το σκορπάς και δεν παλιώνει.

Σαν νοτισμένο καραβόσκοινο που δένει
την τρικυμία ταραγμένων νοημάτων,
μήτρα του κόσμου με γεννά και με πεθαίνει
σ' ένα ταξίδι των αιώνιων αισθημάτων.

Σαν του ονείρου την απρόσιτη ερμηνεία,
σαν μαύροι στίχοι ποτισμένοι με ουίσκι,
βροχή που πέφτει μες το δρόμο με μανία,
σαν ένα βέλος που τον στόχο πάντα βρίσκει.

Σαν νοτισμένο καραβόσκοινο που σκίζει,
αυτού του άπονου καιρού μου το σκοτάδι,
αυτού του μύθου η αλήθεια με στηρίζει
αυτό το ψέμα με στοιχειώνει κάθε βράδυ.

Σαν τον αέρα που φυσάει και σφυρίζει,
μικρό μαχαίρι που το δέρμα μου χαράζει,
μέσα στο αίμα τη ζωή μου καθρεφτίζει,
δεν είναι ψέμα, είναι αλήθεια και τρομάζει.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Πόλεις

Μεγάλες λεωφόροι της ροής,
ατέλειωτης ρουτίνας κι ευκαιρίας,
χαοτικό παιχνίδι της ζωής
ο κόσμος μιας αδιάκοπης πορείας.

Βιτρίνες και καθρέπτες των ματιών
και οι μπάντες να ροκάρουν τη χαρά τους,
πολυόροφα ταξίδια των ποδιών
σε ιπτάμενα γραφεία τα όνειρά τους.

Σε πόλεις των αυτόματων ρυθμών,
των άγνωστων, αμίλητων και μόνων,
σε θάλασσες απείρων αριθμών,
σε ακρόαμα γιγάντιων μικροφώνων.

Μεγάλες λεωφόροι της αιχμής,
εκθέσεις της εικόνας σου στην ύλη,
απλώνεις τα φτερά σου σαν Ερμής,
των δρόμων ξεκλειδώνοντας την πύλη.

Στις πόλεις που βοούν μηχανικά
και κρύβουν την αιώνια μοναξιά τους,
οι άνθρωποι πεθαίνουν μαζικά
και διέξοδο δεν βρίσκουν τα παιδιά τους.

Στα σπίτια τα θλιμμένα της ροής,
της γλάστρας τα λουλούδια δεν ανθίζουν,
στο άοσμο παιχνίδι της ζωής,
της πόλης τα λουλούδια δεν μυρίζουν.

Τα τζάμια θολωμένα από βροχή,
οι τοίχοι σε κρατούν φυλακισμένο,
σε οθόνες κυνηγάς την εποχή,
εικονικό ταξίδι, μπερδεμένο.

Μεγάλες λεωφόροι της ροής,
τα χρόνια μας θυσία στο βωμό τους,
ερείπια μιας αδιάφορης ζωής,
ισόβια να προσμένουν το χαμό τους.

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Το καλοκαίρι σου

Το καλοκαίρι σου ξυπνά και σε θυμάται,
σε ξελογιάζει με πολύχρωμα στοιχεία
σε ξεσηκώνει με της φύσης τα ηχεία
και θέλει δίπλα σου τις νύχτες να κοιμάται.

Το καλοκαίρι σου ξυπνά και σε ξυπνάει,
από τη νάρκη και τη θλίψη του χειμώνα,
κλεμμένες ώρες απ' τα πλάνα ενός αγώνα,
που καταρρέει μες το χρόνο που γερνάει.

Το καλοκαίρι σου ξυπνά και σε δροσίζει,
σε ήπια θάλασσα ηλιόλουστη σε ρίχνει,
πάνω στην άμμο σχηματίζονται τα ίχνη,
και ένας ήλιος σαν δραπέτης να γυρίζει.

Το καλοκαίρι σου ξυπνά απ' το λήθαργό του,
κρατά το γέλιο σου στα χέρια του σαν σφαίρα,
με τα τζιτζίκια σου σφυρίζει καλημέρα,
από τη Ρόδο και την πέτρινη Αμοργό του.

Το καλοκαίρι σου ξυπνά σημαδεμένο
από τα χρόνια που το λάτρεψαν για πάντα,
ένα παιδί που τραγουδάει ζαλισμένο,
ένα παιδί που 'χει περάσει τα τριάντα.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Ένας θεός της γειτονιάς

Μέσα στα βάθη των αιώνων,
μέσα σε ατέλειωτα πυρά,
σαν αποδέκτης παραπόνων
πάνω στου χρόνου τη φθορά.

Με τα φτερά της ιστορίας,
πάνω απ' την πλάση σου πετάς,
σ' άλλη μια νύχτα ευφορίας,
πάνω στο θάνατο πατάς.

Μέσα στα βάθη των αιώνων,
μιλάς σε ανθρώπων τις καρδιές,
μέσα απ' τα λόγια των προγόνων
είναι οι θελήσεις προσταγές.

Σε άλλο χρόνο κι άλλο τόπο,
σε άλλο χώρο και εποχή,
σαν Οδυσσέας ψάχνεις τρόπο
να βρεις στον Άδη νέα αρχή.

Μέσα σε ψίθυρους τ' ανέμου,
κρεμάς στον τοίχο το σπαθί,
θάβεις τσεκούρι του πολέμου
σε μια πατρίδα που πενθεί.

Στρατιώτης είσαι που πεθαίνεις
μες του καιρού σου τη σκουριά,
για πάντα ακίνητος θα μένεις,
σε νύχτα ατέλειωτη, βαρειά.

Μέσα στα βάθη των αιώνων,
ξαναγεννιέσαι και κρατάς,
μέσα στη θάλασσα των πόνων,
ξαναφυτρώνεις, περπατάς.

Ένας Χριστός, ένας Δαρβίνος,
ένας αναίμακτος φονιάς,
ένας σωτήρας θεατρίνος,
ένας θεός της γειτονιάς.

Ένας Σωκράτης, ένας Σόλων,
ένας του σήμερα σοφός,
ένας Ερμής, ένας Απόλλων,
που ταξιδεύει μες το φως.

Μέσα στα βάθη των αιώνων,
πάνω σε απάτητα βουνά,
κρατάς τα σκήπτρα των αγώνων,
μα είσαι ευάλωτος ξανά.

Ένας αρχάγγελος του κόσμου,
ένας αλήτης του καιρού,
πάντα θα κρύβεσαι εντός μου,
μέσω ενός μύθου ιερού.

Μές τους αιώνες σου κρατιέσαι,
την ιστορία ξεπερνάς,
κι αν απ' το μέλλον ξεγελιέσαι
στο παρελθόν σου θα γυρνάς.

Μές τους αιώνες σου θα μένεις,
σε χίλια πρόσωπα επιζείς,
σε άλλους τόπους θα πεθαίνεις,
σε άλλα όνειρα θα ζεις.

Αναγνώστες

Αρχειοθήκη ιστολογίου