Και να, λοιπόν, που φτάσαμε εδώ πέρα,
με ένα δισάκι κουμπαρά γεμάτο αέρα,
με χίλιες μνήμες σκαλισμένες στο μπετόν,
νίκες και ήττες στα κιτάπια των ετών
και λίγο γκρίζο στων κροτάφων μας τη σφαίρα.
Τώρα λοιπόν που αντικρύσαμε τις λύπες,
βαλσαμωμένες Κυριακές, τροφή στους γύπες,
γεμάτο σώμα με ταττού και με μολύβι,
όμως στο βάθος η ψυχή μας πάντα κρύβει
το λίγο χρώμα που φωτίζει μαύρες τρύπες.
Τώρα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι,
έξω απ' τ' αμάξι η βαβούρα δυναμώνει,
κάτω απ' τις ρόδες παρελθόν που σιγοτρίζει,
η πόλη μοιάζει σαν εικόνα που ξεφτίζει,
μάνα τσιγγάνα που γελά και που θυμώνει.
Και να, λοιπόν, που φτάσαμε εδώ πέρα,
έχοντας έρθει από ταξίδι με γαλέρα,
με λίγες σκέψεις συντροφιά μέσα στο κρύο,
χαμένοι μες στα ''καλώς όρισες'' κι ''αντίο'',
τώρα που σβήνει το σκοτάδι μες τη μέρα.
Πάνω στον τοίχο ζωγραφιά που πλημμυρίζει
κι ο άγριος ήχος που εσώψυχα γυρίζει,
φορτίζει ο χρόνος τις ψυχές, γίνονται ατσάλι,
παλιά μηνύματα κλεισμένα σε μπουκάλι
μπαίνουν σε αόρατη τροχιά που ηλεκτρίζει.
Τώρα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι,
έξω στο δρόμο η ζωή μας ερημώνει,
κάτω απ' τις ρόδες το παρόν αργοπεθαίνει,
η πόλη μοιάζει σαν εικόνα ξεφτισμένη
μέσα στο χρόνο, πάντα αδιάφορη και μόνη.
Και να, λοιπόν, που φτάσαμε εδώ πέρα,
πέρα από κάθε δηλητήριο και χολέρα,
με λίγες σκέψεις συντροφιά για τον καιρό μας,
με λίγα βήματα να μένουν στο χορό μας,
μικρές ανάσες καθαρού, μα λίγου αέρα.
Οι ώρες φεύγουν μες τα μπαρ και τις βιτρίνες,
ζωή ντυμένη με φτερά και λαμαρίνες,
ζωή που αφρίζει μες την άσφαλτο στημένη,
σε κούρσα ξέφρενη ουρλιάζει και επιμένει,
με άγνοια κινδύνου, μα στο τέλος κάτι μένει.
Τώρα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι,
έξω απ' το τζάμι η βοή δεν με παγώνει,
κάτω απ' τις ρόδες ένα μέλλον που διαφέρει,
η πόλη απρόσωπη, μα πάντα θα προσφέρει,
νέες αιτίες και αφορμές θα αφομοιώνει.
με ένα δισάκι κουμπαρά γεμάτο αέρα,
με χίλιες μνήμες σκαλισμένες στο μπετόν,
νίκες και ήττες στα κιτάπια των ετών
και λίγο γκρίζο στων κροτάφων μας τη σφαίρα.
Τώρα λοιπόν που αντικρύσαμε τις λύπες,
βαλσαμωμένες Κυριακές, τροφή στους γύπες,
γεμάτο σώμα με ταττού και με μολύβι,
όμως στο βάθος η ψυχή μας πάντα κρύβει
το λίγο χρώμα που φωτίζει μαύρες τρύπες.
Τώρα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι,
έξω απ' τ' αμάξι η βαβούρα δυναμώνει,
κάτω απ' τις ρόδες παρελθόν που σιγοτρίζει,
η πόλη μοιάζει σαν εικόνα που ξεφτίζει,
μάνα τσιγγάνα που γελά και που θυμώνει.
Και να, λοιπόν, που φτάσαμε εδώ πέρα,
έχοντας έρθει από ταξίδι με γαλέρα,
με λίγες σκέψεις συντροφιά μέσα στο κρύο,
χαμένοι μες στα ''καλώς όρισες'' κι ''αντίο'',
τώρα που σβήνει το σκοτάδι μες τη μέρα.
Πάνω στον τοίχο ζωγραφιά που πλημμυρίζει
κι ο άγριος ήχος που εσώψυχα γυρίζει,
φορτίζει ο χρόνος τις ψυχές, γίνονται ατσάλι,
παλιά μηνύματα κλεισμένα σε μπουκάλι
μπαίνουν σε αόρατη τροχιά που ηλεκτρίζει.
Τώρα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι,
έξω στο δρόμο η ζωή μας ερημώνει,
κάτω απ' τις ρόδες το παρόν αργοπεθαίνει,
η πόλη μοιάζει σαν εικόνα ξεφτισμένη
μέσα στο χρόνο, πάντα αδιάφορη και μόνη.
πέρα από κάθε δηλητήριο και χολέρα,
με λίγες σκέψεις συντροφιά για τον καιρό μας,
με λίγα βήματα να μένουν στο χορό μας,
μικρές ανάσες καθαρού, μα λίγου αέρα.
Οι ώρες φεύγουν μες τα μπαρ και τις βιτρίνες,
ζωή ντυμένη με φτερά και λαμαρίνες,
ζωή που αφρίζει μες την άσφαλτο στημένη,
σε κούρσα ξέφρενη ουρλιάζει και επιμένει,
με άγνοια κινδύνου, μα στο τέλος κάτι μένει.
Τώρα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι,
έξω απ' το τζάμι η βοή δεν με παγώνει,
κάτω απ' τις ρόδες ένα μέλλον που διαφέρει,
η πόλη απρόσωπη, μα πάντα θα προσφέρει,
νέες αιτίες και αφορμές θα αφομοιώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου